Γράφει ο Δημήτρης Καζάκης
Ποιος δημιούργησε και ποιος πυροδοτεί το δημόσιο χρέος; Πόσες και πόσες φορές δεν ακούσαμε ατελείωτες αναλύσεις σαν απάντηση αυτού του ερωτήματος. Ωστόσο, πίσω από τις ιδεολογικές προσκολλήσεις και τα λογίδρια δεξιάς ή αριστερής απόχρωσης, κατά περίεργο λόγο, οι περισσότεροι συμφωνούν. Φταίει το κράτος και η διαπλοκή. Είτε μιλούν εξ ονόματος ενός υστερικού νεοφιλελευθερισμού που θέλει να εξαφανίσει κάθε έννοια δημόσιου χώρου στην οικονομία, είτε εκ μέρους μιας ακραιφνούς «ταξικής» ανάλυσης, οι περισσότεροι αναλυτές δεν λένε πολύ διαφορετικά πράγματα. Το μόνο που βλέπουν είναι ότι ακριβώς βλέπουν και οι εκπρόσωποι της κυρίαρχης πολιτικής: ένα οικονομικό προϊόν μιας κακής και σπάταλης κρατικής πολιτικής. Η μόνη διαφορά τους είναι ότι οι δεξιοί βλέπουν κακή διαχείριση ενώ οι αριστεροί προσπαθούν να την χρεώσουν στις παροχές του κράτους προς το κεφάλαιο. Η λογική των διαπλεκομένων χρησιμοποιήθηκε από την κυρίαρχη πολιτική για να τσακιστεί κάθε έννοια ελέγχου των αγορών και να ιδιωτικοποιηθεί το κράτος: «Δεν μπορεί να υπάρξει μηδενικό κράτος για να έχουμε μηδενική διαφθορά των πολιτικών. Μπορεί όμως να υπάρξει μικρότερο κράτος για να έχουμε μικρότερη διαφθορά»,[1] όπως έγραφε ένας από τους αετονύχηδες της διατεταγμένης νεοφιλελεύθερης δημοσιογραφίας, ο κ. Πάσχος Μανδραβέλης.
Ποιος δημιούργησε και ποιος πυροδοτεί το δημόσιο χρέος; Πόσες και πόσες φορές δεν ακούσαμε ατελείωτες αναλύσεις σαν απάντηση αυτού του ερωτήματος. Ωστόσο, πίσω από τις ιδεολογικές προσκολλήσεις και τα λογίδρια δεξιάς ή αριστερής απόχρωσης, κατά περίεργο λόγο, οι περισσότεροι συμφωνούν. Φταίει το κράτος και η διαπλοκή. Είτε μιλούν εξ ονόματος ενός υστερικού νεοφιλελευθερισμού που θέλει να εξαφανίσει κάθε έννοια δημόσιου χώρου στην οικονομία, είτε εκ μέρους μιας ακραιφνούς «ταξικής» ανάλυσης, οι περισσότεροι αναλυτές δεν λένε πολύ διαφορετικά πράγματα. Το μόνο που βλέπουν είναι ότι ακριβώς βλέπουν και οι εκπρόσωποι της κυρίαρχης πολιτικής: ένα οικονομικό προϊόν μιας κακής και σπάταλης κρατικής πολιτικής. Η μόνη διαφορά τους είναι ότι οι δεξιοί βλέπουν κακή διαχείριση ενώ οι αριστεροί προσπαθούν να την χρεώσουν στις παροχές του κράτους προς το κεφάλαιο. Η λογική των διαπλεκομένων χρησιμοποιήθηκε από την κυρίαρχη πολιτική για να τσακιστεί κάθε έννοια ελέγχου των αγορών και να ιδιωτικοποιηθεί το κράτος: «Δεν μπορεί να υπάρξει μηδενικό κράτος για να έχουμε μηδενική διαφθορά των πολιτικών. Μπορεί όμως να υπάρξει μικρότερο κράτος για να έχουμε μικρότερη διαφθορά»,[1] όπως έγραφε ένας από τους αετονύχηδες της διατεταγμένης νεοφιλελεύθερης δημοσιογραφίας, ο κ. Πάσχος Μανδραβέλης.
Παρά
το γεγονός βέβαια ότι το πρόβλημα της διαφθοράς δεν είναι προϊόν του κακού
μεγάλου κράτους, αλλά της οικονομικής δύναμης και της μονοπωλιακής ισχύος που
γεννά η ίδια η αγορά, ιδίως όταν αυτή δρα χωρίς κανέναν ουσιαστικό έλεγχο και
περιορισμό. Η άλωση του κράτους είναι αναπόφευκτη για όσο θα κυριαρχούν οι
δυνάμεις της αγοράς, όσο τα συμφέροντα του ιδιωτικού κέρδους θα καθορίζουν την
πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας. Γι’ αυτό και το μικρότερο κράτος δεν
ισοδυναμεί με μικρότερη διαφθορά, αλλά με την θεσμοθετημένη προσάρτηση των πιο
ζωτικών λειτουργιών της οικονομίας και της κοινωνίας από τις δυνάμεις της
αγοράς. Τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα αντί για παρασκηνιακές συμφωνίες εκεί
όπου κυριαρχεί το κράτος με κίνδυνο να αποκαλυφθούν και να υποστούν τις
συνέπειες από μια οργισμένη κοινωνία, μπορούν πλέον να εκμεταλλευτούν και να
εκβιάσουν ανοιχτά την κοινωνία με αυτά που μέχρι χθες ήταν αναγνωρισμένα και
κατοχυρωμένα δημόσια αγαθά και υπηρεσίες. Κι έτσι από το μεγάλο κράτος που
τυπικά εκπροσωπεί το δημόσιο συμφέρον και ολόκληρη την κοινωνία, περνάμε στο
μικρό κράτος που λειτουργεί ανοιχτά ως χορηγός και προστάτης των ισχυρών της
αγοράς. Αυτή είναι η λογική των διαπλεκομένων που πλασάρεται από
νεοφιλελεύθερους και μη.
Όμως
αυτήν ακριβώς τη λογική των διαπλεκομένων έχουν υιοθετήσει ως «ταξική» ανάλυση
όσοι στην αριστερά γενικότερα βλέπουν στο δημόσιο χρέος μόνο ή κύρια χαριστικές
πολιτικές του κράτους απέναντι στο κεφάλαιο. Μόνο που το δημόσιο χρέος δεν
είναι προϊόν των κρατικών πολιτικών, όπως κι αν τις αντιλαμβάνεται κανείς, αλλά
βασικός μηχανισμός ποδηγέτησης του ίδιου του κράτους από την αγορά και κυρίως
από τη χρηματιστική ολιγαρχία. Συνιστά προϊόν άγριας κερδοσκοπίας των πιο
παρασιτικών μορφών του κεφαλαίου, ενώ εκφράζει σχέσεις επιβολής, εξάρτησης και
υποδούλωσης του λαού και της χώρας. Αυτή είναι η ταξική ταυτότητα του δημόσιου
χρέους από την εποχή του Μαρξ.
Κανένας
όμως δεν αναρωτήθηκε τι σημαίνει το δημόσιο χρέος από την σκοπιά της κοινωνίας
και των τάξεών της. Κανένας τους δεν μπόρεσε ούτε καν να φτάσει στο επίπεδο του
παλιού Άγγλου φιλόσοφου Ντέϊβιντ Χιουμ, ο οποίος ήδη από το 1752 έγραφε για το
δημόσιο χρέος: «Αν οι καταχρήσεις των
πόρων είναι επικίνδυνες, είτε με την εμπλοκή του κράτους σε απερίσκεπτες
επιχειρήσεις, είτε αναγκάζοντάς το να παραμελήσει την στρατιωτική πειθαρχία,
έχοντας εμπιστοσύνη στα πλούτη του – οι καταχρήσεις της υποθήκευσης είναι πιο
βέβαιες και αναπόφευκτες, φτώχεια, αδυναμία και υποταγή σε ξένες δυνάμεις.»[2] Γι’
αυτό και προειδοποιούσε: «Πρέπει πράγματι
να συμβεί ένα από αυτά τα δυο γεγονότα, ή το έθνος πρέπει να καταστρέψει το
δημόσιο δανεισμό, ή ο δημόσιος δανεισμός θα καταστρέψει το έθνος.»[3]
Μα
καλά, πόση ανάλυση χρειάζεται για να διαπιστώσει κανείς το προφανές; Αυτό που
ακόμη και για τους εκπροσώπους της πάλαι ποτέ ανερχόμενης αστικής τάξης ήταν
κάτι παραπάνω από πασιφανές; Πόσο δουλοπρεπής πρέπει να είναι κανείς απέναντι
στις κυρίαρχες δυνάμεις σήμερα για να αρνείται ότι το δημόσιο χρέος ισοδυναμεί
με «φτώχεια, αδυναμία και υποταγή σε ξένες δυνάμεις»; Κι είναι στ’ αλήθεια ποτέ
δυνατό να κάνει κανείς προοδευτική, φιλολαϊκή ανάλυση του ζητήματος, χωρίς να
έχει σαν αφετηρία του αυτή την διαπίστωση;
Δυστυχώς,
είτε το καταλαβαίνουν, είτε όχι, όλοι αυτοί που υποβαθμίζουν το ζήτημα του
δημόσιου χρέους και αρνούνται να θέσουν ως πρώτη προτεραιότητα την ακύρωσή του,
επενδύουν στην διάλυση της κοινωνίας, του λαού και της χώρας. Όταν ο
ιμπεριαλισμός και η χρηματιστική ολιγαρχία μετατρέπουν μια χώρα και έναν λαό σε
αποικία τους, το να αρνείται κανείς την πάλη για την αποτροπή και την ανατροπή
του αποικιοκρατικού καθεστώτος σήμερα τον μετατρέπει σε συνένοχο και συνεργό
των κυρίαρχων επιλογών. Ανεξάρτητα από το τι επικαλείται.
Μόνο
όταν οι εργαζόμενοι απαιτούν διαγραφή των κρατικών χρεών από την δημοκρατία
προφυλάσσονται από το να μην γίνουν εξάρτημά μιας απόκοσμης εξουσίας. Και τι
σημαίνει αυτό; Πότε οι εργαζόμενοι γίνονται εξάρτημα της εξουσίας; Όταν
πειστούν ότι δεν μπορούν να διεκδικήσουν οτιδήποτε την υπερβαίνει, οτιδήποτε
ξεπερνά την κυρίαρχη τάξη και τα συμφέροντά της. Όπως ακριβώς είναι η διαγραφή
των κρατικών χρεών. Διότι η σημερινή εξουσία θεμελιώνεται στην θεοποίηση της
συμβατικής υποχρέωσης. Στα πλαίσιά της δεν υπάρχει πιο ειδεχθές αμάρτημα από
την καταπάτηση του ελεύθερου συμβολαίου πάνω στο οποίο στηρίζεται η κοινωνική
και πολιτική ανισότητα της σημερινής τάξης πραγμάτων. Έστω κι αν, όπως εύστοχα
σχολίαζε ο Άντον Μένγκερ, «δεν υπάρχει
μεγαλύτερη ανισότητα από την ίση μεταχείριση ανίσων.»[4] Γι’ αυτό και όπως
σημείωνε ο Μαρξ «από τη στιγμή που
εμφανίζεται η χρέωση του δημοσίου, τη θέση του αμαρτήματος ενάντια στο άγιο
πνεύμα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης
απέναντι στο δημόσιο χρέος.»[5] Όσο κι αν αγανακτούν οι μετριοπαθείς με την
τοκογλυφική πρακτική των τραπεζών και της χρηματιστικής ολιγαρχίας, τους είναι
αδιανόητο να περιπέσουν στο αμάρτημα, για το οποίο στην αστική κοινωνία δεν
υπάρχει άφεση, δηλαδή την καταπάτηση των συμβατικών υποχρεώσεων με τη διαγραφή
του δημόσιου χρέους. Αυτός είναι κι ο λόγος που συζητούν αποκλειστικά τη
ρύθμισή του με κάποιον τρόπο.
Μόνο
ο εργαζόμενος λαός μπορεί να αποδειχτεί τόσο ασεβής και αμαρτωλός μέσα στα
πλαίσια της δημοκρατίας. Στην τυπική συμβατική ισότητα των ισχυρών, ο λαός
απαντά προκλητικά λέγοντας «μόνο οι
δυνατοί και οι ισχυροί είναι υπέρμαχοι της ελεύθερης σύμβασης δίχως κανέναν
έλεγχο και περιορισμό. Η ελεύθερη σύμβαση προϋποθέτει ίσους πίσω από το
συμβόλαιο για να μπορέσει να υπάρξει ισότητα.»[6] Κι από τη στιγμή που θα
θέσουν έτσι το ζήτημα, η δημοκρατία αρχίζει να υπερτερεί έναντι του νόθου
χαρακτήρα της που έχει στον κοινοβουλευτισμό και έτσι αρχίζει να ανοίγει ο
δρόμος ώστε να τεθεί με νέους όρους το ζήτημα της εξουσίας στην ημερήσια
διάταξη.
Από
τότε και μπροστά στον φόβο μήπως και οι εργαζόμενες μάζες απαντήσουν στην
υπερδιόγκωση του δημόσιου χρέους με το αίτημα της άρνησης πληρωμής, με την
διαγραφή ή την ακύρωσή του εδώ και τώρα, οι κυβερνήσεις, οι ειδικοί, οι
τραπεζίτες και οι χρηματιστές σκαρφίζονται σχέδια επί σχεδίων ρύθμισης,
αναδιάταξης, αναδιάρθρωσης, κοκ. Στη θέση της αδιαπραγμάτευτης υπεράσπισης των
συμφερόντων των λαϊκών στρωμάτων, έμπαινε το παζάρεμα με τους δανειστές, τα
ποικίλα πάρε-δώσε που έχουν σαν στόχο να εξασφαλίσουν και να νομιμοποιήσουν στη
συνείδηση της κοινωνίας τις χρεωστικές απαιτήσεις της ολιγαρχίας. Το ζητούμενο
ήταν πάντα το πώς θα ξεγελάσουν τις μάζες, πώς θα τις αποτρέψουν από το να
ξεσηκωθούν με σύνθημα την άρνηση πληρωμής, πώς θα αναβάλουν την κρατική
χρεοκοπία χωρίς να υποστεί ζημιά η χρηματιστική ολιγαρχία.
Το
μίσος της προοδευτικής σκέψης από τα τέλη του 18ου αιώνα για την κατάσταση που
δημιουργεί στον εργαζόμενο λαό το δημόσιο χρέος αποτυπώνεται στα γραπτά
επιφανών ανδρών. Έτσι, π.χ., ένας από τους πρώιμους εκπροσώπους της σχολής
αυτής, ο Τιέρνι, έλεγε στη Βουλή των Κοινοτήτων στα 1799 τα εξής: «Τέτοια είναι, πράγματι, η λειτουργία όλων
των μεγάλων πιστωτικών κεφαλαίων, τα οποία επιτρέπουν στον καπιταλιστή,
διαμέσου των τραπεζών, να πολλαπλασιάσει την φυσική δύναμη του κεφαλαίου του
ακόμη και τρεις με τέσσερεις φορές, να αρπάξει, να μονοπωλήσει και να θέσει υπό
τον έλεγχό του τα πάντα… Όπως επίσης είναι αδιαμφισβήτητο ότι διαθέτουν την
τάση να μονοπωλήσουν και να διαμορφώσουν ένα είδος αστού και νεόπλουτης
αριστοκρατίας, με όλα τα ελαττώματα της προηγούμενης, αλλά χωρίς καμιά από τις
αρετές της.»[7]
Αντίστοιχα,
ένας άλλος εκπρόσωπος της ίδιας σχολής, ο Ουίλιαμ Μόργκαν έγραφε στα 1801: «Καθώς ο πόλεμος [με την Γαλλία, Δ. Κ.] είχε
ως μοναδικό αποτέλεσμα την παραγωγή μιας απεριόριστης επέκτασης της χάρτινης
πίστης και κατά συνέπεια την άρση όλων των προηγούμενων εμποδίων στην αύξηση
του εθνικού χρέους, εξέτρεψε επίσης την ιδιοκτησία και το εμπόριο του βασιλείου
από τα συνήθη κανάλια τους σε εκείνα της κερδοσκοπίας με τους δημόσιους πόρους…
Καθιστώντας την κατανομή της ιδιοκτησίας περισσότερο άνιση, έχει επίσης αυξήσει
τον αριθμό των μεγάλων καπιταλιστών. Ενώ η υπέρμετρη έκταση των δαπανών έχει
παράγει την ανάγκη να δίνεται υψηλότερο επιτόκιο για το δημόσιο ομόλογο, από
ότι επιτρέπεται να εισπράττεται για το ιδιωτικό. Με αυτόν τον τρόπο έχουν
πολλαπλασιαστεί οι κάτοχοι ομολόγων δημόσιου χρέους πέρα από κάθε προσδοκία.
Παρόμοια, αποτέλεσε την πηγή από την οποία άλλα αίτια εμφανίστηκαν και όλα τους
μαζί συνέβαλαν στο ίδιο αποτέλεσμα, στη διατήρηση της εικονικής αξίας των πόρων
και με αυτόν τον τρόπο να δοθεί μια απατηλή εμφάνιση στην ευημερία της Χώρας,
την ίδια στιγμή που, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά απόδειξη της
απελπισίας και της απειλής στην οποία έχει εκτεθεί.»[8] Είναι πραγματικά
εντυπωσιακό να διαβάζει κανείς σήμερα την διαύγεια με την οποία ένας Άγγλος
φιλελεύθερος των αρχών του 19ου αιώνα μπορούσε να διαγνώσει την επίπλαστη
ευημερία και ανάπτυξη που μπορεί να προσδώσει η εκτίναξη του δημόσιου χρέους,
ενώ στην πραγματικότητα βυθίζει τη χώρα στην πιο βαθιά κρίση. Έστω κι αν δεν
μπορούσε να την εξηγήσει κατανοώντας τους όρους και τις συνθήκες αναπαραγωγής
του κεφαλαίου. Κι αυτό είναι διπλά εντυπωσιακό σήμερα γιατί τέτοια διαύγεια στη
σκέψη είναι απίθανο να βρει κανείς όχι μόνο στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη
οικονομική θεολογία, αλλά ούτε καν σε όλων των ειδών τους αυτόκλητους
αριστερούς.
Στην
ίδια σχολή ανήκε και ο Τόμας Ντάμπλντεϊ, ο οποίος έγινε γνωστός όχι μόνο από
την εξαίσια πολεμική του εναντίον του Μάλθους, αλλά και από τις αναλύσεις του
για την εμφάνιση και τις συνέπειες του δημόσιου χρέους της Αγγλίας. Ο
Ντάμπλντεϊ έγραφε ότι «η πιο μεγάλη και
πιο μοιραία αντίρρηση σε όλα τα εκτεταμένα συστήματα εθνικού δανεισμού, είναι,
ωστόσο, ότι υποθηκεύουν, στην πράξη, την εργασία στην αιωνιότητα. Μιας και μόνο
από τα προϊόντα της εργασίας του έθνους μπορεί να πληρωθεί ο ετήσιος τόκος.
Αυτό δεν είναι βιασμός μόνο των φυσικών νόμων, αλλά όλων των νόμων γενικά. Δεν
υπήρξε ποτέ κανένας κώδικας επί της γης, που να κάνει τα παιδιά υπόλογα για τα
χρέη των πατέρων τους, εκτός κι αν αυτοί άφησαν στα παιδιά τους περιουσία για
να τα πληρώσουν. Το να υποθηκευθεί η μελλοντική εργασία ενός παιδιού για να
πληρωθεί ο τόκος ενός χρέους, που συνάφθηκε πριν αυτό να γεννηθεί, είναι στην
πραγματικότητα η μετατροπή αυτού του παιδιού σε δούλο. Ένα νήπιο, που έχει
υποθηκευθεί με αυτόν τον τρόπο, γεννιέται είλωτας και δουλοπάροικος. Το σώμα
του δεν του ανήκει περισσότερο απ’ ότι ανήκει στον κάτοχο των εγγυήσεων. Ενώ
υπό οποιαδήποτε πρόφαση ή όνομα, οι κόποι του γίνονται ιδιοκτησία κάποιου
άλλου. Είναι δούλος από κάθε πρακτική άποψη και δούλος θα πρέπει να ονομάζεται.
Σύμφωνα με τον ορισμό, «δούλος» είναι εκείνος «ο άνθρωπος του οποίου ο
σωματικός μόχθος και οι καρποί του είναι ιδιοκτησία κάποιου άλλου», και σ’
αυτήν την κατηγορία ανήκει κάθε άνθρωπος που η εργασία του υποθηκεύεται για να
πληρωθεί ο τόκος ενός Εθνικού Χρέους.»[9]
Χάρις
στην σκέψη και τις αναλύσεις μιας μακράς σειράς προοδευτικών συγγραφέων,
αναλυτών και μελετητών ξέρουμε σήμερα με ακριβή τρόπο τι πρέπει να κάνουμε με
το δημόσιο χρέος όταν αυτό απειλεί να καταβροχθίσει μια χώρα και τον λαό της:
να σβήσουμε το δημόσιο χρέος!
[1]
Πάσχου Μανδραβέλη, «Ιδιωτική ανηθικότητα και δημόσια διαφθορά», Καθημερινή,
25/6/2008.
[2] David Hume, Insecurity of
the British Funds, Essay on Public Credit, London, 1817, σ. 3.
[3] Στο ίδιο, σ. 15.
[4] A. Menger, Das
burgerliche Reckt und die besitzlosen Volksklassen, 1908, σ. 30. Η σκέψη
αυτή προέρχεται από τον Αριστοτέλη, ο οποίος στα Πολιτικά (Βιβλίο Γ, 9,10-13)
θεωρεί ότι «ίσον το δίκαιον είναι, και έστιν, αλλ’ ου πάσιν αλλά τοις ίσοις·
και το άνισον δοκεί δίκαιον είναι, και γαρ έστιν, αλλ’ ου πάσιν αλλά τοις
ανίσοις».
[5]
Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Ι, σ. 779.
[6] R. T. Ely, Property and
Contract in their Relations to the distribution of Wealth, v. II, New York:
Macmillan, 1922, σ. 603.
[7] The Annual Register, or A
View of the History, Politics, and Literature, For the Year 1799, London, 1801,
σ. 178
[8] W. Morgan, A Comparative
View of the Public Finances, from the Beginning to the Close of the Late
Administration, London, 1801, σ. 40-41.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου