Του Μενέλαου Χαραλαμπίδη
Σε λίγες ημέρες είναι η επέτειος των 69 χρόνων από το αιματηρό μπλόκο της Καλογρέζας, στις 15 Μαρτίου του 1944, που είχε ως αποτέλεσμα την εκτέλεση 22 κατοίκων της συνοικίας. Οι συγκρούσεις στην Καλογρέζα και την ευρύτερη περιοχή της Νέας Ιωνίας είχαν ξεκινήσει έξι μήνες νωρίτερα. Στις 24 Αυγούστου 1943 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα γενική απεργία οργανωμένη από το ΕΑΜ. Η ημέρα αυτή σημαδεύτηκε από το μεγάλο σαμποτάζ στο αμαξοστάσιο των τραμ στην Καλλιθέα, που είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή 93 βαγονιών. Σε απάντηση οι αρχές κατοχής συνέλαβαν 50 τροχιοδρομικούς υπαλλήλους με την απειλή της εκτέλεσης. Λίγες ημέρες αργότερα, την 1η Σεπτεμβρίου 1943, οι ανθρακωρύχοι της Καλογρέζας (μπορεί σήμερα να μοιάζει αδιανόητο αλλά στην Καλογρέζα τότε υπήρχαν ανθρακωρυχεία) υπό την καθοδήγηση της τοπικής οργάνωσης του Εργατικού ΕΑΜ, κατέβηκαν σε απεργία σε ένδειξη συμπαράστασης προς τους συλληφθέντες τροχιοδρομικούς.
Η συγκέντρωση χτυπήθηκε από την Αστυνομία και τα επεισόδια έληξαν προσωρινά με τη σύλληψη πέντε απεργών. Το ίδιο απόγευμα περίπου 1.200 άτομα από τη Νέα Ιωνία και την Καλογρέζα, πραγματοποίησαν πορεία προς το αστυνομικό τμήμα απαιτώντας την αποφυλάκιση των απεργών. Όταν η πορεία έφτασε στη συμβολή της λεωφόρου Ηρακλείου με την οδό Μικράς Ασίας, ο Ταγματάρχης Χωροφυλακής Δημήτριος Αλεξόπουλος έδωσε εντολή και οι χωροφύλακες πυροβόλησαν κατά των διαδηλωτών τραυματίζοντας έξι και σκοτώνοντας τρεις, τον Παναγιώτη Κούτρα, τον Γεράσιμο Κεραμιδά και τον Παναγιώτη Γεωργίου, όλοι τους ανθρακωρύχοι από την Καλογρέζα.[1]
Η ωμή αυτή δολοφονία προκάλεσε ένα γενικευμένο αίσθημα αγανάκτησης και μίσους στη συνοικία. Η απάντηση ήρθε πολύ σύντομα και μάλιστα μια ημέρα σημαδιακή για το εαμικό αντιστασιακό κίνημα. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1943, την ημέρα της συμπλήρωσης δύο χρόνων από την ίδρυση του ΕΑΜ, ο Ταγματάρχης Χωροφυλακής Δημήτρης Αλεξόπουλος έπεσε νεκρός από τα πυρά ομάδας του ΕΛΑΣ. Στο πτώμα του βρέθηκε σημείωμα που έγραφε «Ο ΕΛΑΣ έτσι τιμωρεί τους προδότες».[2] Η εκτέλεση αυτή υπήρξε «αιτία πολέμου» για τα Σώματα Ασφαλείας. Η πολιτική ηγεσία και οι επικεφαλής αξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας επιδόθηκαν σε μια συντονισμένη προσπάθεια τόνωσης της μαχητικότητας των ανδρών τους. Η προσπάθεια αυτή είχε δύο βασικούς άξονες: να στοχοποιηθεί το ΕΑΜ ως εχθρός όχι μόνο της «πατρίδος», αλλά και των ιδίων των ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας και να πεισθούν τα μέλη τους ότι ο μοναδικός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η εαμική βία ήταν η ανταπόδοσή της. Προς αυτή την κατεύθυνση, η προτροπή του Υπουργού Εσωτερικών Α. Ταβουλάρη, δύο μόλις ημέρες μετά τη δολοφονία του Αλεξόπουλου, ήταν ενδεικτική των προθέσεων της δωσίλογης κυβέρνησης του Ιωάννη Ράλλη:
«Ουδέποτε η χώρα μας ευρέθη προ κινδύνου τόσον σοβαρού όσον ο απειλών την πλήρην καταστροφήν του τόπου δια της θρασείας δράσεως των κομμουνιστικών και ποικιλωνύμων οργανώσεων, τας οποίας διευθύνουν. Είναι επιτακτική ανάγκη ν’ αντιληφθούν απολύτως τον κίνδυνον τούτον της Πατρίδος όλα τα όργανα των Σωμάτων Ασφαλείας [...] Δεν είναι πλέον καιρός δι’ αμφιταλλαντεύσεις και δισταγμούς [...] Εντέλλομαι όπως τα όργανα της χωροφυλακής και Αστυνομίας πόλεων επέμβουν με ζωηροτέραν ενεργητικότητα δια να πατάξουν αμειλίκτως τους θρασείς εχθρούς του Ελληνικού Λαού. Να συλλαμβάνουν αδιστάκτως κάθε πρόσωπον κατά του οποίου υπάρχουν αποδείξεις ότι ανήκει εις την [...] δολοφόνων της ΕΑΜ ή του ΕΛΑΣ. Και αδιστάκτως επίσης να κάμνουν χρήσιν των όπλων των εις στιγμήν καθ’ ην αι περιστάσεις το επιβάλλουν.»[3]
Σε αυτή τη λογική το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, η ηγεσία της Χωροφυλακής θα στρατολογήσει, καταπατώντας κάθε έννοια νομιμότητας, άτομα του υποκόσμου και θα συγκροτήσει αντικομμουνιστικές ομάδες κρούσης σε στενή συνεργασία με διάφορες αντικομμουνιστικές οργανώσεις. Προμηθεύοντας τα μέλη αυτών των οργανώσεων («προδοτικός» ΕΔΕΣ, οργάνωση Χ, Εθνική Ένωση Βασιλοφρόνων κ.α.) με ταυτότητες, η Ειδική Ασφάλεια συγκρότησε ένα δίκτυο συνοικιακών ομάδων. Χαρακτηριστική περίπτωση υπήρξε αυτή του Ιωάννη Σ., ο οποίος «συνέδραμε» την ΕΚΚΑ του Συνταγματάρχη Ψαρρού και αποφάσισε μετά τη δολοφονία του από αντάρτες του ΕΛΑΣ, να συγκροτήσει μαζί με τον Μοίραρχο της Χωροφυλακής Ζαββό μια «ομάδα από εθνικόφρονα παιδιά προς ενίσχυσιν της χωροφυλακής.»[4]Ελέγχοντας την ευρύτερη περιοχή της Νέας Ιωνίας, η ομάδα αυτή της Ειδικής, συνεργάστηκε στενά με την οργάνωση «Χ». Σύμφωνα με την κατάθεση του Συνταγματάρχη Νικολάου Μ.: «Την εποχήν εκείνην εγώ ήμην διοικητής της οργανώσεως Χ και ο [Ιωάννης] Σ. έδωσε ταυτότητας με γερμανικάς υπογραφάς σε μερικούς μαχητάς μου […] Η Ειδική Ασφάλεια κατά το 1943 ότε επήλθεν η πτώσις της Ιταλίας μας διευκόλυνε πολύ να οπλισθούμε.»[5] Οι ομάδες αυτές επέβαλαν από το χειμώνα του 1943 ένα καθεστώς τρομοκρατίας στην περιοχή της Νέας Ιωνίας.
Το αίτημα για εκδίκηση θα ικανοποιηθεί τον Μάρτιο του 1944. Σύμφωνα με την κατάθεση του Γεράσιμου Κ. στην μεταπολεμική δίκη οργάνων της Ειδικής Ασφάλειας, στις 14 Μαρτίου 1944, επιτροπή εργαζομένων στα ανθρακωρυχεία της Καλογρέζας κατέθεσε στην εργοδοσία αιτήματα των εργατών. Την επόμενη ημέρα ο διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας Αλέξανδρος Λάμπου μαζί με άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας και λίγους Γερμανούς αξιωματικούς, έφτιαξε μια κατάσταση 60 ονομάτων εργαζομένων, βάσει της οποίας διενεργήθηκε το μπλόκο της Καλογρέζας.[6] Στις 15 Μαρτίου 1944 πραγματοποιήθηκε στην Καλογρέζα το πρώτο μεγάλο μπλόκο της Αθήνας, με τη συμμετοχή του συνόλου των δυνάμεων της Χωροφυλακής και των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας. Πριν ακόμη ξημερώσει, άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας περικύκλωσαν μια μεγάλη έκταση στην περιοχή. Το μπλόκο ξεκίνησε με ομοβροντίες όπλων και χειροβομβίδων, προς τρομοκράτηση των κατοίκων και στη συνέχεια κλήθηκαν οι άρρενες κάτοικοι άνω των 14 ετών να συγκεντρωθούν σε ένα οικόπεδο.
Τα όσα διαδραματίστηκαν στη συνέχεια δεν είχαν, έως τότε, προηγούμενο. Οι καταθέσεις αυτόπτων μαρτύρων είναι χαρακτηριστικές. Κατά τη διάρκεια του μπλόκου η Μαρία Μ. είδε να συλλαμβάνουν τον αδελφό της Δημήτριο Αργυρόπουλο και να τον εκτελούν επί τόπου: «Εις το μπλόκο της Καλογραίζας, ήτο η Ασφάλεια μαζί με τσολιάδες, επί κεφαλής δε τούτων ήτο ο Λάμπου όστις και διέταξε την εκτέλεση των εκτελεσθέντων. Ο Λάμπου βαστούσε στα χέρια του την εικόνα της Παναγίας και έλεγε ¨με την διαταγήν αυτής θα πιώ αίμᨻ.[7] Η Χριστίνα Παρασκευά ήταν παρούσα στην εκτέλεση και των δύο αδελφών της από τα ελληνικά Σώματα Ασφαλείας. Την επόμενη ημέρα, που όλη η συνοικία θρηνούσε για τον θάνατο των εκτελεσμένων, ο Παρθενίου, ένας από τους πλέον διαβόητους βασανιστές και εκτελεστές της Ειδικής Ασφάλειας, την επισκέφτηκε και την απείλησε ότι εάν επιχειρούσε να καταγγείλει στις αρχές τα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια του μπλόκου, θα την εκτελούσε ο ίδιος στα σκαλιά της Ασφάλειας:
«Όταν συνελήφθη ο αδελφός μου οδηγήθη εις τον Λάμπου όστις διέταξε τον Χανιώτη να τον κτυπήση, όπερ και εγένετο. Όταν ο έτερος αδελφός μου Γεώργιος είδαν ότι εκτυπούσαν τον αδελφόν μας μετέβη εκεί και είπεν εις τον Λάμπου ότι είναι αθώος και συνεπώς αδίκως τον κτυπούν. Τότε ο Λάμπου διέταξε και συνέλαβον και τον έτερον αδελφόν μου και μαζί με άλλους 21 εξετέλεσαν επί τόπου και τους δύο αδελφούς μου. Την επομένην ημέραν ήλθεν ο Παρθενίου και μου είπεν να μην υπάγω εις την Ασφάλειαν διότι θα με εκτελέση ο ίδιος εις τα σκαλιά της Ασφάλειας».[8]
Το μπλόκο ολοκληρώθηκε με την εκτέλεση 22 ατόμων από άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας και των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας, την παράδοση 50 ατόμων στους Γερμανούς και την κράτηση 150 ατόμων από την Ειδική Ασφάλεια.[9] Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής οι άνδρες της Χωροφυλακής και των Ταγμάτων Ασφαλείας αποτέλεσαν τον κύριο στόχο του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ.[10] Μάλιστα κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών στη Νέα Ιωνία, όπως και σε όλες τις συνοικίες που υπέστησαν τη βία των Σωμάτων Ασφαλείας, καταγράφονται περιπτώσεις όπου τα θύματα, Χωροφύλακες και Εύζωνες, λυντσαρίστηκαν από εκατοντάδες κατοίκους.
Όταν σε περιόδους διάλυσης της κοινωνικής συνοχής, όπως η σημερινή, το ίδιο το κράτος επιλέγει να προωθήσει τη σκληρή πολιτική του με τη χρήση ωμής και αδιάκριτης βίας, το μόνο που μπορεί με βεβαιότητα να πετύχει είναι η κλιμάκωση της βίαιης αντιπαράθεσης. Μπορεί η ένταση και το είδος της βίας που άσκησαν τα Σώματα Ασφαλείας κατά τη διάρκεια της Κατοχής να μην είναι σε καμία περίπτωση συγκρίσιμα με τα σημερινά, μπορεί το ελληνικό κράτος να διοικείται από μια νόμιμα εκλεγμένη και όχι διορισμένη από τους κατακτητές κυβέρνηση, όμως η δημιουργία ενός αισθήματος τρομοκρατίας ιδιαίτερα σε μικρές τοπικές κοινωνίες, δημιουργεί εκδικητικά ανακλαστικά. Παράλληλα η ατιμωρησία που κυριαρχεί στα Σώματα Ασφαλείας, η βεβαιότητα ότι κάθε όργανο μπορεί να «παρεκτραπεί» χωρίς συνέπειες, οδηγεί στην αυθαίρετη δράση ακροδεξιών θυλάκων που γνωρίζουμε ότι υπάρχουν μέσα σε αυτά. Η βεβαιότητα της ατιμωρησίας και το τυφλό ιδεολογικό μίσος οδήγησε άλλωστε την περίοδο της Κατοχής πολλά από τα όργανα της Χωροφυλακής σε παράνομες συλλήψεις και δολοφονίες πολιτών και σε βασανισμούς μέχρι θανάτου.
Ρόλος του κράτους είναι η διασφάλιση της νομιμότητας και η παροχή της βεβαιότητας στον πολίτη ότι είναι αρωγός και όχι αντίπαλός του στην κρίσιμη αυτή περίοδο. Όταν το κράτος αντιμετωπίζει τις διαφωνίες και τις αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών με τη χρήση βίας σε μια λογική συλλογικής ευθύνης, δημιουργεί από μόνο του συνθήκες αποσταθεροποίησης. Η προσήλωση στην επίτευξη των οικονομικών στόχων από ανθρώπους κοινωνικά και ιστορικά αναλφάβητους, η αντιμετώπιση του μέλλοντος αυτού του τόπου ως ένα διαρκές τυραννικό παρόν, όπου καθημερινά όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται με χρονικό ορίζοντα λίγων εβδομάδων ή το πολύ μηνών, δεν τους επιτρέπει να αντιληφθούν όχι τις μακροπρόθεσμες αλλά και τις μεσοπρόθεσμες συνέπειες των αποφάσεών τους. Όταν οι πολιτικές που ακολουθείς διαλύουν την κοινωνία, από ένα σημείο και μετά η εξέλιξη αυτή δεν είναι αναστρέψιμη. Με άλλα λόγια δεν μπορείς να «σώσεις» μια κοινωνία εάν την έχεις τραυματίσει ανεπανόρθωτα. Η κρατική βία και καταστολή ανοίγει μέτωπα τα οποία δεν κλείνουν εύκολα και αυτό θα ήταν καλό να το γνωρίζουν όσοι λαμβάνουν αποφάσεις σε αυτή τη χώρα.
Πηγή: tvxs
Η κρατική καταστολή, ιδιαίτερα όταν στρέφεται ενάντια σε
τοπικές κοινωνίες βασιζόμενη σε μια αντίληψη περί συλλογικής ευθύνης,
κλιμακώνει τη βία δημιουργώντας ρήγματα που δύσκολα αποκαθίστανται. Ο
«παραλληλισμός» του μπλόκου της Καλογρέζας τον Μάρτιο του 1944 με τα όσα
συμβαίνουν σήμερα στην Ιερισσό, δεν έχει να κάνει με τα γεγονότα, τα οποία δεν
είναι συγκρίσιμα, αλλά με την κατανόηση των κοινωνικών διεργασιών που
ενεργοποιούνται όταν το κράτος γίνεται αντιληπτό από τους πολίτες όχι ως
εγγυητής της νομιμότητας αλλά ως φορέας παραβίασής της.
Ως ιστορικός που μελετά την περίοδο της Κατοχής είμαι
ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στους απλουστευτικούς συσχετισμούς που
ταυτίζουν την Ελλάδα των μνημονίων με την κατεχόμενη χώρα κατά τη διάρκεια του
Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η φιλολογία περί νέας Κατοχής, νέου Ράιχ, νέου ΕΑΜ κ.λπ, δεν
οδηγεί πουθενά, αν δεν γνωρίζουμε τι πραγματικά ήταν η Κατοχή ή το ΕΑΜ. Δεν θα
μπω στη διαδικασία να αναδείξω τις μεγάλες διαφορές που χωρίζουν τις δύο αυτές
εμπειρίες.
Θέλω μόνο να αναφερθώ σε μερικές σκέψεις που μου
δημιουργήθηκαν όταν την Παρασκευή το πρωί, οδηγώντας προς τη δουλειά μου,
άκουσα στο ραδιόφωνο τη συνέντευξη ενός κατοίκου από την Ιερισσό της Χαλκιδικής
που περιέγραφε τα όσα έγιναν εκεί κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επέμβασης των
αστυνομικών δυνάμεων.Σε λίγες ημέρες είναι η επέτειος των 69 χρόνων από το αιματηρό μπλόκο της Καλογρέζας, στις 15 Μαρτίου του 1944, που είχε ως αποτέλεσμα την εκτέλεση 22 κατοίκων της συνοικίας. Οι συγκρούσεις στην Καλογρέζα και την ευρύτερη περιοχή της Νέας Ιωνίας είχαν ξεκινήσει έξι μήνες νωρίτερα. Στις 24 Αυγούστου 1943 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα γενική απεργία οργανωμένη από το ΕΑΜ. Η ημέρα αυτή σημαδεύτηκε από το μεγάλο σαμποτάζ στο αμαξοστάσιο των τραμ στην Καλλιθέα, που είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή 93 βαγονιών. Σε απάντηση οι αρχές κατοχής συνέλαβαν 50 τροχιοδρομικούς υπαλλήλους με την απειλή της εκτέλεσης. Λίγες ημέρες αργότερα, την 1η Σεπτεμβρίου 1943, οι ανθρακωρύχοι της Καλογρέζας (μπορεί σήμερα να μοιάζει αδιανόητο αλλά στην Καλογρέζα τότε υπήρχαν ανθρακωρυχεία) υπό την καθοδήγηση της τοπικής οργάνωσης του Εργατικού ΕΑΜ, κατέβηκαν σε απεργία σε ένδειξη συμπαράστασης προς τους συλληφθέντες τροχιοδρομικούς.
Η συγκέντρωση χτυπήθηκε από την Αστυνομία και τα επεισόδια έληξαν προσωρινά με τη σύλληψη πέντε απεργών. Το ίδιο απόγευμα περίπου 1.200 άτομα από τη Νέα Ιωνία και την Καλογρέζα, πραγματοποίησαν πορεία προς το αστυνομικό τμήμα απαιτώντας την αποφυλάκιση των απεργών. Όταν η πορεία έφτασε στη συμβολή της λεωφόρου Ηρακλείου με την οδό Μικράς Ασίας, ο Ταγματάρχης Χωροφυλακής Δημήτριος Αλεξόπουλος έδωσε εντολή και οι χωροφύλακες πυροβόλησαν κατά των διαδηλωτών τραυματίζοντας έξι και σκοτώνοντας τρεις, τον Παναγιώτη Κούτρα, τον Γεράσιμο Κεραμιδά και τον Παναγιώτη Γεωργίου, όλοι τους ανθρακωρύχοι από την Καλογρέζα.[1]
Η ωμή αυτή δολοφονία προκάλεσε ένα γενικευμένο αίσθημα αγανάκτησης και μίσους στη συνοικία. Η απάντηση ήρθε πολύ σύντομα και μάλιστα μια ημέρα σημαδιακή για το εαμικό αντιστασιακό κίνημα. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1943, την ημέρα της συμπλήρωσης δύο χρόνων από την ίδρυση του ΕΑΜ, ο Ταγματάρχης Χωροφυλακής Δημήτρης Αλεξόπουλος έπεσε νεκρός από τα πυρά ομάδας του ΕΛΑΣ. Στο πτώμα του βρέθηκε σημείωμα που έγραφε «Ο ΕΛΑΣ έτσι τιμωρεί τους προδότες».[2] Η εκτέλεση αυτή υπήρξε «αιτία πολέμου» για τα Σώματα Ασφαλείας. Η πολιτική ηγεσία και οι επικεφαλής αξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας επιδόθηκαν σε μια συντονισμένη προσπάθεια τόνωσης της μαχητικότητας των ανδρών τους. Η προσπάθεια αυτή είχε δύο βασικούς άξονες: να στοχοποιηθεί το ΕΑΜ ως εχθρός όχι μόνο της «πατρίδος», αλλά και των ιδίων των ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας και να πεισθούν τα μέλη τους ότι ο μοναδικός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η εαμική βία ήταν η ανταπόδοσή της. Προς αυτή την κατεύθυνση, η προτροπή του Υπουργού Εσωτερικών Α. Ταβουλάρη, δύο μόλις ημέρες μετά τη δολοφονία του Αλεξόπουλου, ήταν ενδεικτική των προθέσεων της δωσίλογης κυβέρνησης του Ιωάννη Ράλλη:
«Ουδέποτε η χώρα μας ευρέθη προ κινδύνου τόσον σοβαρού όσον ο απειλών την πλήρην καταστροφήν του τόπου δια της θρασείας δράσεως των κομμουνιστικών και ποικιλωνύμων οργανώσεων, τας οποίας διευθύνουν. Είναι επιτακτική ανάγκη ν’ αντιληφθούν απολύτως τον κίνδυνον τούτον της Πατρίδος όλα τα όργανα των Σωμάτων Ασφαλείας [...] Δεν είναι πλέον καιρός δι’ αμφιταλλαντεύσεις και δισταγμούς [...] Εντέλλομαι όπως τα όργανα της χωροφυλακής και Αστυνομίας πόλεων επέμβουν με ζωηροτέραν ενεργητικότητα δια να πατάξουν αμειλίκτως τους θρασείς εχθρούς του Ελληνικού Λαού. Να συλλαμβάνουν αδιστάκτως κάθε πρόσωπον κατά του οποίου υπάρχουν αποδείξεις ότι ανήκει εις την [...] δολοφόνων της ΕΑΜ ή του ΕΛΑΣ. Και αδιστάκτως επίσης να κάμνουν χρήσιν των όπλων των εις στιγμήν καθ’ ην αι περιστάσεις το επιβάλλουν.»[3]
Σε αυτή τη λογική το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, η ηγεσία της Χωροφυλακής θα στρατολογήσει, καταπατώντας κάθε έννοια νομιμότητας, άτομα του υποκόσμου και θα συγκροτήσει αντικομμουνιστικές ομάδες κρούσης σε στενή συνεργασία με διάφορες αντικομμουνιστικές οργανώσεις. Προμηθεύοντας τα μέλη αυτών των οργανώσεων («προδοτικός» ΕΔΕΣ, οργάνωση Χ, Εθνική Ένωση Βασιλοφρόνων κ.α.) με ταυτότητες, η Ειδική Ασφάλεια συγκρότησε ένα δίκτυο συνοικιακών ομάδων. Χαρακτηριστική περίπτωση υπήρξε αυτή του Ιωάννη Σ., ο οποίος «συνέδραμε» την ΕΚΚΑ του Συνταγματάρχη Ψαρρού και αποφάσισε μετά τη δολοφονία του από αντάρτες του ΕΛΑΣ, να συγκροτήσει μαζί με τον Μοίραρχο της Χωροφυλακής Ζαββό μια «ομάδα από εθνικόφρονα παιδιά προς ενίσχυσιν της χωροφυλακής.»[4]Ελέγχοντας την ευρύτερη περιοχή της Νέας Ιωνίας, η ομάδα αυτή της Ειδικής, συνεργάστηκε στενά με την οργάνωση «Χ». Σύμφωνα με την κατάθεση του Συνταγματάρχη Νικολάου Μ.: «Την εποχήν εκείνην εγώ ήμην διοικητής της οργανώσεως Χ και ο [Ιωάννης] Σ. έδωσε ταυτότητας με γερμανικάς υπογραφάς σε μερικούς μαχητάς μου […] Η Ειδική Ασφάλεια κατά το 1943 ότε επήλθεν η πτώσις της Ιταλίας μας διευκόλυνε πολύ να οπλισθούμε.»[5] Οι ομάδες αυτές επέβαλαν από το χειμώνα του 1943 ένα καθεστώς τρομοκρατίας στην περιοχή της Νέας Ιωνίας.
Το αίτημα για εκδίκηση θα ικανοποιηθεί τον Μάρτιο του 1944. Σύμφωνα με την κατάθεση του Γεράσιμου Κ. στην μεταπολεμική δίκη οργάνων της Ειδικής Ασφάλειας, στις 14 Μαρτίου 1944, επιτροπή εργαζομένων στα ανθρακωρυχεία της Καλογρέζας κατέθεσε στην εργοδοσία αιτήματα των εργατών. Την επόμενη ημέρα ο διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας Αλέξανδρος Λάμπου μαζί με άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας και λίγους Γερμανούς αξιωματικούς, έφτιαξε μια κατάσταση 60 ονομάτων εργαζομένων, βάσει της οποίας διενεργήθηκε το μπλόκο της Καλογρέζας.[6] Στις 15 Μαρτίου 1944 πραγματοποιήθηκε στην Καλογρέζα το πρώτο μεγάλο μπλόκο της Αθήνας, με τη συμμετοχή του συνόλου των δυνάμεων της Χωροφυλακής και των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας. Πριν ακόμη ξημερώσει, άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας περικύκλωσαν μια μεγάλη έκταση στην περιοχή. Το μπλόκο ξεκίνησε με ομοβροντίες όπλων και χειροβομβίδων, προς τρομοκράτηση των κατοίκων και στη συνέχεια κλήθηκαν οι άρρενες κάτοικοι άνω των 14 ετών να συγκεντρωθούν σε ένα οικόπεδο.
Τα όσα διαδραματίστηκαν στη συνέχεια δεν είχαν, έως τότε, προηγούμενο. Οι καταθέσεις αυτόπτων μαρτύρων είναι χαρακτηριστικές. Κατά τη διάρκεια του μπλόκου η Μαρία Μ. είδε να συλλαμβάνουν τον αδελφό της Δημήτριο Αργυρόπουλο και να τον εκτελούν επί τόπου: «Εις το μπλόκο της Καλογραίζας, ήτο η Ασφάλεια μαζί με τσολιάδες, επί κεφαλής δε τούτων ήτο ο Λάμπου όστις και διέταξε την εκτέλεση των εκτελεσθέντων. Ο Λάμπου βαστούσε στα χέρια του την εικόνα της Παναγίας και έλεγε ¨με την διαταγήν αυτής θα πιώ αίμᨻ.[7] Η Χριστίνα Παρασκευά ήταν παρούσα στην εκτέλεση και των δύο αδελφών της από τα ελληνικά Σώματα Ασφαλείας. Την επόμενη ημέρα, που όλη η συνοικία θρηνούσε για τον θάνατο των εκτελεσμένων, ο Παρθενίου, ένας από τους πλέον διαβόητους βασανιστές και εκτελεστές της Ειδικής Ασφάλειας, την επισκέφτηκε και την απείλησε ότι εάν επιχειρούσε να καταγγείλει στις αρχές τα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια του μπλόκου, θα την εκτελούσε ο ίδιος στα σκαλιά της Ασφάλειας:
«Όταν συνελήφθη ο αδελφός μου οδηγήθη εις τον Λάμπου όστις διέταξε τον Χανιώτη να τον κτυπήση, όπερ και εγένετο. Όταν ο έτερος αδελφός μου Γεώργιος είδαν ότι εκτυπούσαν τον αδελφόν μας μετέβη εκεί και είπεν εις τον Λάμπου ότι είναι αθώος και συνεπώς αδίκως τον κτυπούν. Τότε ο Λάμπου διέταξε και συνέλαβον και τον έτερον αδελφόν μου και μαζί με άλλους 21 εξετέλεσαν επί τόπου και τους δύο αδελφούς μου. Την επομένην ημέραν ήλθεν ο Παρθενίου και μου είπεν να μην υπάγω εις την Ασφάλειαν διότι θα με εκτελέση ο ίδιος εις τα σκαλιά της Ασφάλειας».[8]
Το μπλόκο ολοκληρώθηκε με την εκτέλεση 22 ατόμων από άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας και των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας, την παράδοση 50 ατόμων στους Γερμανούς και την κράτηση 150 ατόμων από την Ειδική Ασφάλεια.[9] Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής οι άνδρες της Χωροφυλακής και των Ταγμάτων Ασφαλείας αποτέλεσαν τον κύριο στόχο του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ.[10] Μάλιστα κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών στη Νέα Ιωνία, όπως και σε όλες τις συνοικίες που υπέστησαν τη βία των Σωμάτων Ασφαλείας, καταγράφονται περιπτώσεις όπου τα θύματα, Χωροφύλακες και Εύζωνες, λυντσαρίστηκαν από εκατοντάδες κατοίκους.
Όταν σε περιόδους διάλυσης της κοινωνικής συνοχής, όπως η σημερινή, το ίδιο το κράτος επιλέγει να προωθήσει τη σκληρή πολιτική του με τη χρήση ωμής και αδιάκριτης βίας, το μόνο που μπορεί με βεβαιότητα να πετύχει είναι η κλιμάκωση της βίαιης αντιπαράθεσης. Μπορεί η ένταση και το είδος της βίας που άσκησαν τα Σώματα Ασφαλείας κατά τη διάρκεια της Κατοχής να μην είναι σε καμία περίπτωση συγκρίσιμα με τα σημερινά, μπορεί το ελληνικό κράτος να διοικείται από μια νόμιμα εκλεγμένη και όχι διορισμένη από τους κατακτητές κυβέρνηση, όμως η δημιουργία ενός αισθήματος τρομοκρατίας ιδιαίτερα σε μικρές τοπικές κοινωνίες, δημιουργεί εκδικητικά ανακλαστικά. Παράλληλα η ατιμωρησία που κυριαρχεί στα Σώματα Ασφαλείας, η βεβαιότητα ότι κάθε όργανο μπορεί να «παρεκτραπεί» χωρίς συνέπειες, οδηγεί στην αυθαίρετη δράση ακροδεξιών θυλάκων που γνωρίζουμε ότι υπάρχουν μέσα σε αυτά. Η βεβαιότητα της ατιμωρησίας και το τυφλό ιδεολογικό μίσος οδήγησε άλλωστε την περίοδο της Κατοχής πολλά από τα όργανα της Χωροφυλακής σε παράνομες συλλήψεις και δολοφονίες πολιτών και σε βασανισμούς μέχρι θανάτου.
Ρόλος του κράτους είναι η διασφάλιση της νομιμότητας και η παροχή της βεβαιότητας στον πολίτη ότι είναι αρωγός και όχι αντίπαλός του στην κρίσιμη αυτή περίοδο. Όταν το κράτος αντιμετωπίζει τις διαφωνίες και τις αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών με τη χρήση βίας σε μια λογική συλλογικής ευθύνης, δημιουργεί από μόνο του συνθήκες αποσταθεροποίησης. Η προσήλωση στην επίτευξη των οικονομικών στόχων από ανθρώπους κοινωνικά και ιστορικά αναλφάβητους, η αντιμετώπιση του μέλλοντος αυτού του τόπου ως ένα διαρκές τυραννικό παρόν, όπου καθημερινά όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται με χρονικό ορίζοντα λίγων εβδομάδων ή το πολύ μηνών, δεν τους επιτρέπει να αντιληφθούν όχι τις μακροπρόθεσμες αλλά και τις μεσοπρόθεσμες συνέπειες των αποφάσεών τους. Όταν οι πολιτικές που ακολουθείς διαλύουν την κοινωνία, από ένα σημείο και μετά η εξέλιξη αυτή δεν είναι αναστρέψιμη. Με άλλα λόγια δεν μπορείς να «σώσεις» μια κοινωνία εάν την έχεις τραυματίσει ανεπανόρθωτα. Η κρατική βία και καταστολή ανοίγει μέτωπα τα οποία δεν κλείνουν εύκολα και αυτό θα ήταν καλό να το γνωρίζουν όσοι λαμβάνουν αποφάσεις σε αυτή τη χώρα.
[1] Πανελλήνια
Ένωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης, Παράρτημα Νέας Ιωνίας,Ινιώτες Αγωνιστές
της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα, 1998, σ. 29.
[2] Ιάσονας
Χανδρινός, Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην
κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942-1944, Αθήνα, Θεμέλιο, 2012, σ. 155.
[3] Αριθμ.
20/1/1/29-9-1943 διαταγή του Υπουργού Εσωτερικών προς όλες τις υπηρεσίες των
Σωμάτων Ασφαλείας, ΑΣΚΙ, Αρχείο ΕΔΑ, φακ. 244.
Σωμάτων Ασφαλείας, ΑΣΚΙ, Αρχείο ΕΔΑ, φακ. 244.
[4] Απολογία Ιωάννη
Σ., Γενικά Αρχεία του Κράτους, Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών, πρακτικά 5-9,11-16/18
Νοεμβρίου 1946 και 5 Μαρτίου 1947.
[5] Γενικά Αρχεία
του Κράτους, Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών, πρακτικά 5-9,11-16/18 Νοεμβρίου 1946 και
5 Μαρτίου 1947.
[6] Γενικά Αρχεία
του Κράτους, Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών, πρακτικά 926, 930-931, 933, 950-953,
980, 999, 1045, 1131-1132/Οκτώβριος και Νοέμβριος 1945.
[7] Στο ίδιο.
[8] Στο ίδιο.
[9] Έγγραφο χωρίς
ημερομηνία από τη δικογραφία μεταπολεμικής δίκης για το μπλόκο της
Καλογρέζας, ΕΛΙΑ, Αρχείο Αριστοτέλη Κουτσουμάρη, φακ. 46.
Καλογρέζας, ΕΛΙΑ, Αρχείο Αριστοτέλη Κουτσουμάρη, φακ. 46.
[10] Για τις
εμφύλιες συγκρούσεις στην Αθήνα κατά την περίοδο της Κατοχής, Μενέλαος
Χαραλαμπίδης, Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα,
Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2012, σ. 215-320
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου