Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Κλειστά λόγω απεργίας τα αμερικάνικα φαστ-φουντ

Του Λεωνίδα Βατικιώτη

Μια πρωτότυπη εικόνα αντίκριζαν όσοι πέρναγαν έξω από τις μεγάλες αλυσίδες γρήγορου φαγητού στη Νέα Υόρκη την Πέμπτη 15 Μαΐου: Εκατοντάδες υπάλληλοι των McDonald’s, των KFC και των Burger King ήταν συγκεντρωμένοι στα πεζοδρόμια, χτυπώντας ντραμς και με σφυρίχτρες στο στόμα, διεκδικώντας αυξήσεις στους μισθούς τους. Η πρωτοβουλία δεν περιορίστηκε μόνο στο «Μεγάλο Μήλο» όπως συχνά αποκαλείται η αμερικάνικη μεγαλούπολη της ανατολικής ακτής, κέντρο της προοδευτικής διανόησης και της κίνησης ιδεών. Επεκτείνεται σε όλες τις ΗΠΑ με το Σικάγο να αποτελεί επίσης κέντρο αγώνα των εργαζομένων στις αλυσίδες έτοιμου φαγητού (όπου στις 21 Μαΐου η αστυνομία προχώρησε και σε 100 συλλήψεις διαδηλωτών) όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Περισσότερες 150 πόλεις του κόσμου σε 30 χώρες αγκάλιασε το απεργιακό κύμα, από το Δουβλίνο της Ιρλανδίας μέχρι το Σάο Πάολο της Βραζιλίας, που ως αίτημα είχε την αύξηση του ωρομισθίου, συγκεκριμένα για τις ΗΠΑ, από 7,25 δολάρια στα 15 δολάρια την ώρα.

Το κίνημα των εργαζομένων στα φαστ φουντ ξεκίνησε από τα τέλη του 2012 στη Νέα Υόρκη με την υποστήριξη της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων στις Υπηρεσίες. Έκτοτε συνεχίζεται αμείωτο, παρά την καταστολή, λόγω της έκτασης που έχει προσλάβει η φτώχεια, συχνά ακραία, μεταξύ αυτής της κατηγορίας των εργαζομένων! Στο στόχαστρο των απεργών είναι πριν απ’ όλα η αλυσίδα McDonald’s. Με βάση αξιόπιστους υπολογισμούς το 60% των εργαζομένων στα 1.400 εστιατόρια που διατηρεί στις ΗΠΑ (εκ των οποίων τα 1.200 είναι υπό ιδιοκτησιακό καθεστώς δικαιοχρησίας) είναι κάτω των 24 ετών και το 70% του συνόλου των εργαζομένων απασχολείται με συμβάσεις μερικής απασχόλησης. Η παρτ τάιμ δουλειά όμως δεν είναι δική τους επιλογή! Με βάση δηλώσεις των εργαζομένων σε Μέσα Ενημέρωσης παρότι θέλουν να εργάζονται περισσότερες ώρες, η McDonald’sαρνείται πεισματικά να το δεχτεί προκειμένου να μην έχουν τα οφέλη της πλήρους εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι, με βάση δημοσίευμα των Financial Times στις 22 Μαΐου, 700.000 εργαζόμενοι των McDonald’sνα επιδοτούνται από διάφορα προγράμματα της αμερικάνικης κυβέρνησης. Παρότι δηλαδή εργάζονται, και μάλιστα σε μια «βιομηχανία» που δεν γνωρίζει κρίση, υπό τους χειρότερους επίσης όρους, αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα και περιμένουν την κοινωνική πρόνοια για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους!

Οι εργαζόμενοι στα McDonald’sδεν είναι κι οι μοναδικοί εργαζόμενοι-φτωχοί ή ακόμη και εργαζόμενοι-επαίτες. Στα 45 εκ. Αμερικανών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας ένα ποσοστό που αυξάνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια εργάζεται νόμιμα. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο ίδιος ο Ομπάμα έχει ανάγει το ζήτημα της αντιμετώπισης των εισοδηματικών ανισοτήτων, μέσω της αύξησης του κατώτατου ωρομισθίου, στο σημαντικότερο ζήτημα. Το ανέδειξε μάλιστα και στην ετήσια ομιλία του προς το έθνος, όπου εκ παραδόσεως τίθεται η ατζέντα της χρονιάς στη οικονομία, την εξωτερική πολιτική, κοκ. Η υπόσχεση του αμερικανού προέδρου ήταν να αυξήσει το ωρομίσθιο από 7,25 δολάρια, όπως είναι από το 2009, στα 10,10 δολάρια, μια αύξηση της τάξης του 40%. Η πρότασή του για αύξηση του κατώτατου ωρομίσθιου, παρότι υποστηρίζεται από το 76% των Αμερικανών όπως έδειξε έρευνα κοινής γνώμης του Ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Γκάλοπ τον περασμένο Νοέμβριο, μπλοκαρίστηκε από τους Ρεπουμπλικάνους στη Γερουσία, με αποτέλεσμα ακόμη και τώρα να είναι άγνωστη η τύχη της. Το επιχείρημα των Ρεπουμπλικάνων ανασύρθηκε από σχετική Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του αμερικάνικου Κογκρέσου όπου δίπλα στα θετικά, όπως για παράδειγμα ότι μια τέτοια αύξηση θα σήμαινε την έξοδο από την φτώχεια 900.000 εργαζομένων, την ουσιαστική βελτίωση της θέσης 16,5 εκ. εργαζομένων και μια «ένεση» ρευστότητας ύψους 2 δις. δολ. στην οικονομία των πιο φτωχών η οποία θα μετατρεπόταν σε αυξημένη καταναλωτική δαπάνη, υποστήριζε ότι η άνοδος του ελάχιστου μισθού θα σήμαινε την απώλεια 500.000 θέσεων εργασίας. Το σκεπτικό ήταν πως το ίδιο κονδύλι μισθοδοσίας θα έπρεπε να κατανεμηθεί πλέον σε λιγότερους εργαζόμενους.
Το επιχείρημα της εργοδοσίας, πως μια αύξηση στους μισθούς θα σημάνει είτε απολύσεις ή άνοδο των τιμών, διαψεύστηκε πολύ πρόσφατα στην ίδια την Αγγλία. Συγκεκριμένα το 1997, όταν εισήχθηκε για πρώτη φορά η κατώτατη αμοιβή, μέσω σκληρών κριτικών ότι θα αυξήσει την ανεργία και θα οδηγήσει σε πληθωρισμό. Τίποτε απ’ αυτά δεν συνέβη, με αποτέλεσμα σήμερα οι ίδιοι οι Συντηρητικοί που είναι στην εξουσία να προγραμματίζουν για τον Οκτώβριο την αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου, που είναι στις 6,31 λίρες, κατά 19 πένες. Θα είναι η πρώτη πραγματική αύξηση τα 5 τελευταία χρόνια. Ο ηγέτης των Εργατικών, Εντ Μίλιμπαντ, έχει υποσχεθεί πολύ μεγαλύτερη αύξηση αν κερδίσει τις εκλογές το 2015.

Παρότι ούτε η εξαγγελία του αμερικανού προέδρου είναι απαλλαγμένη από προεκλογικές σκοπιμότητες, καθώς το φθινόπωρο θα διεξαχθούν οι ενδιάμεσες εκλογές, η σχετική αντιπαράθεση ξεπερνάει τα όρια του αγγλοσαξονικού κόσμου, όπως έδειξε η υιοθέτησή της ακόμη και στην Γερμανία. Εκεί ωστόσο που έμεινε στα χαρτιά ήταν στην Ελβετία, το μεγαλύτερο πλυντήριο του κόσμου και κοιτίδα του κοινωνικού συντηρητισμού, όπου σχετική πρόταση για θέσπιση ελάχιστου ωρομισθίου στα 22 ελβετικά φράγκα, που αντιστοιχεί σε 4.000 ελβετικά φράγκα τον μήνα ή 3.300 ευρώ τον μήνα, απορρίφθηκε από το 76% των Ελβετών. Η πλειοψηφία των κατοίκων προτίμησε να εισακούσει την κυβέρνησή του που δήλωσε πως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έμπαινε σε κίνδυνο το επίτευγμα της ελβετικής οικονομίας που κρατάει την ανεργία στο πολύ χαμηλό επίπεδο του 3,2%. Την ίδια ώρα βέβαια ένα ποσοστό της τάξης του 10% των εργαζομένων, οι οποίοι προφανώς θα δουλεύουν στα χειρωνακτικά επαγγέλματα κι όχι στις κοινωνικά …επωφελείς εργασίες της τραπεζικής βιομηχανίας αμείβεται κάτω από το όριο των 4.000 φράγκων, που επιχειρήθηκε να οριστεί ο κατώτατος μισθός. Και θα συνεχίσουν για πολύ καιρό ακόμη να δουλεύουν με αυτούς τους μισθούς…

Η αλήθεια είναι πως το ίδιο φαινόμενο, δηλαδή η εισοδηματική πόλωση με την απουσία κατώτατου μισθού ή τον ορισμό του σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα σε αρμονική συνύπαρξη με εξωφρενικά υψηλές αμοιβές, δεν παρατηρείται μόνο στην κατάλευκη Ελβετία. Ισχύει και στις ΗΠΑ. Δύο πρόσφατες έρευνες (της επενδυτικής εταιρείας Sadoffστις 31 Μαρτίου και του συντηρητικού ιδρύματος Brookingsστις 20 Φεβρουαρίου) υποδεικνύουν ακριβώς αυτές τις δύο πόλεις όπου επικεντρώνονται οι αγώνες των εργαζομένων στις αλυσίδες γρήγορου φαγητού, τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο, ως τις πόλεις με τις πιο εκρηκτικές εισοδηματικές ανισότητες. Η αντίθεση μάλιστα εμφανίζεται και μέσα στον ίδιο τον κλάδο. Στο γρήγορο φαγητό για παράδειγμα, που έχει ταυτιστεί με την επισφάλεια της εργασίας, ο μέσος μισθός ενός εργαζόμενου στη Νέα Υόρκη ανέρχεται σε 11.000, όταν οι ημερήσιες αποδοχές ενός διευθυντή στον ίδιο κλάδο είναι υπερδιπλάσιες: ανέρχονται σε 25.000 δολάρια την ημέρα!

Η ένταση με την οποία τίθεται τα τελευταία χρόνια το ζήτημα της αύξησης ωρομισθίων, ημερομισθίων και μισθών σε πολλές χώρες σχετίζεται με το τεράστιο κόστος που κατέβαλαν οι χαμηλόμισθοι τα προηγούμενα χρόνια για να εξέλθουν οι οικονομίες από την κρίση που ξέσπασε το 2008. Η αναιμική έστω ανάκαμψη που παρατηρείται στηρίχθηκε σε μια πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά χρονικά διεύρυνση της κατηγορίας των χαμηλόμισθων και επισφαλών εργαζομένων, που πλέον συμπεριλαμβάνει και εργαζόμενους που μέχρι πρότινος ανήκαν στα μεσαία στρώματα. Η συνειδητοποίηση πως η ένταξη στις εργασίες της επισφάλειας δεν είναι πρόσκαιρη, αλλά αποκτά χαρακτηριστικά μονιμότητας, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, ανέδειξε αυτό το τμήμα των εργαζομένων στην πρωτοπορία του αμερικάνικου εργατικού κινήματος, πιέζοντας και τις πολιτικές ηγεσίες να υιοθετήσουν τα αιτήματά τους.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ»


Πηγή: «ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...