Γράφει ο Σπύρος Ζιώγας
Τραγική είναι η εικόνα που παρουσιάζουν οι πολιτικοί αρχηγοί. Ενώ το βαθύ χρηματοπιστωτικό κατεστημένο του τόπου μας και υπό την καθοδήγηση των διεθνών του συμμάχων εξωθεί στα όρια της αντοχής τους θεσμούς για μία ακόμα φορά, όλα δείχνουν πως οι πιέσεις που ασκούνται στα “μικρότερα” κόμματα της ΔΗΜ.ΑΡ. και των ΑΝ.ΕΛ. ξεπερνούν τα όρια των αντοχών τους. Δεν προσεγγίζουμε φυσικά το θέμα από τη σκοπιά της μη προθυμίας τους να συμμετάσχουν στην όποια κυβέρνηση, τεχνοκρατών, πολιτικών ή όποια άλλη, γιατί την προθυμία τους αυτή τη θεωρούμε δεδομένη. Εξετάζουμε το θέμα από τη σκοπιά του ότι έχει γίνει πλέον φανερό ότι δεν σκοπεύουν να αυτοκτονήσουν πολιτικά επιλέγοντας να στηρίξουν τους πάλαι ποτέ μονομάχους του δικομματισμού.
Η ΔΗΜ.ΑΡ. δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι δεν θα συμμετάσχει σε καμία κυβέρνηση χωρίς τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θέλοντας να δέσει το πολιτικό της μέλλον με την καθ' όλα διαφαινόμενη εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα ροκανίζοντας το εκλογικό του αποτέλεσμα προς όφελός της.
Η ένταση της κριτικής που ασκεί αυτή την περίοδο απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ είναι εξόφθαλμα δυσανάλογη με την κριτική που ασκεί απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ, τους ΑΝ.ΕΛ. ή ακόμα και τη Χ.Α. παρόλο που θεωρητικά οι πολιτικές αποστάσεις είναι μικρότερες μεταξύ τους. Όλη δε αυτή η κριτική πηγάζει από την-καθόλα δίκαια- επιθυμία της εκλογικά αξιωματικής αντιπολίτευσης να διατελέσει το φυσικό και θεσμικό της ρόλο και ελάχιστα στηρίζεται στα πολιτικά ή και οικονομικά επιχειρήματα. Ακόμα δε πιο θεαματική είναι η στήριξη που παρέχουν ΠΑΣΟΚ/ΝΔ στην αξιοπιστία της ΔΗΜ.ΑΡ. που είναι έτοιμη να συνεργαστεί στη δημιουργία κυβέρνησης σε αντιδιαστολή με τους μύδρους που εξαπολύουν έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Η ΔΗΜ.ΑΡ. όμως δείχνει αυτή τη στιγμή να μην είναι έτοιμη να κάνει το τελευταίο και οριστικό, όσον αφορά την πολιτική της εξαφάνιση, βήμα αυτό δηλαδή της υποστήριξης μια τριμερούς κυβέρνησης συνεργασίας.
Την τιμητική τους δε -τα τελευταία δύο εικοσιτετράωρα- δείχνει να έχουν οι ΑΝ.ΕΛ. Το κόμμα αυτό έχει μπει πια στο στόχο των διακανονιστών του πολιτεύματός μας. Φανερές είναι οι πιέσεις που ασκούνται πια και προς αυτή την κατεύθυνση αλλά εδώ τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα με την έννοια ότι τα ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά των ΑΝ.ΕΛ. είναι ακόμα πιο δυσδιάκριτα διαφοροποιημένα συγκρινόμενα με αυτά της ΝΔ. Η -λεκτική- άρνηση των μνημονίων είναι η μοναδική τους διαφορά και η όποια έστω και ελάχιστη στήριξη προς κάποια κυβέρνηση συνεργασίας θα ήταν η οριστική καταστροφή τους. Έτσι βλέπουμε τους ΑΝ.ΕΛ. να φέρονται ότι δηλώνουν πως θα συμμετάσχουν σε κάποια κυβέρνηση ανάγκης μόνο υπό την απειλή εθνικής τραγωδίας δηλαδή όπως εξηγούν της διαφαινόμενης άμεσης επίσημης πτώχευσης της χώρας οι ίδιοι όμως το αρνούνται – εδώ το nonpaper εκεί το non-paper. Ταυτόχρονα κατηγορούν τη ΝΔ ότι προωθεί τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ παρά και ενάντια στις βασικές της αρχές και παρά τις διαφορές που έχει με τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, θέσεις που κάποιες από αυτές χαρακτηρίζουν ως επικίνδυνες για την χώρα.
Για δε το αυτοδιαλυόμενο ΠΑΣΟΚ που μοιάζει πλέον να ακολουθεί τον δρόμο της ΕΔΗΚ είναι φανερή η προσπάθειά του να γαντζωθεί στο όποιο κομμάτι εξουσίας ελπίζοντας να κατορθώσει να συγκρατήσει την δύνη της αυτοκαταστροφής του. Στην πτώση του δε το μόνο που μοιάζει να το ενδιαφέρει είναι να κατορθώσει να συμπαρασύρει τον πολιτικό του αντικαταστάτη, τον ΣΥΡΙΖΑ. Καμία μα καμία κριτική στη ΝΔ η δε λέξη του τίτλου του -σοσιαλιστικό- είναι απαγορευμένη για τα στελέχη του.
Η δε ΝΔ ελπίζει. Ελπίζει σε κάποια μαγική ανάκαμψη, κάποια αντιστροφή της αποδοκιμασίας που εισέπραξε από την λαϊκή ετυμηγορία. Ειδικά ο αρχηγός της ελπίζει να αποφύγει την καρατόμηση η οποία ξεπροβάλει από όλες τις πολιτικές γωνιές της με τους γνωστούς πολιτικούς βρικόλακες πρωταγωνιστές.
Το ΚΚΕ -μάλλον σοφά- απέχει από όλα αυτά και εμμένει στις σταθερές θέσεις του άσχετα αν αυτή τη στιγμή οι δυνάμεις του μοιάζουν να αποσυσπειρώνονται. Είναι ενδιαφέρουσα πάντως η κριτική που του ασκείται από όμορες του δυνάμεις ότι συμβάλει στην επανασυσπείρωση του “αστικού” δυναμικού ή τουλάχιστον ότι δε συμβάλει στην γέννηση εναλλακτικής λύσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ -ως ο αναμφισβήτητος μεγάλος νικητής των εκλογών- αναμφίβολα βάλλεται πανταχόθεν αλλά ταυτόχρονα χαράζει τις άμυνες του διαρρηγνύοντας τις προεκλογικές του ατόφιες θέσεις περί “καταγγελίας των μνημονίων” και της πολύ σημαντικής του θέσης “καμία υποχώρηση για το ευρώ”. Τώρα όλα μετατρέπονται στις πολιτικάντικες θέσεις περί της αναγκαιότητας παραμονής της χώρας στην ΟΝΕ και ταυτόχρονης αναδιαπραγμάτευσης -και ενίοτε καταγγελίας- των μνημονίων. Θέσεις τις οποίες κάθε συνεπής “αντιμνημονιακή” προσέγγιση δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζει ως ανέφικτες ξεκινώντας από τους έγκριτους οικονομικούς αναλυτές του ευρύτερου πολιτικού του χώρου ή και έγκριτων μελών του.
Χαρακτηριστική είναι η προσέγγιση Αλαβάνου ο οποίος κρούοντας τον κώδωνα κινδύνου περί της αναγκαιότητας της Αριστεράς να προβάλει την αλήθεια και δηλώνοντας ότι η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει έξοδος από την τρέχουσα κατάσταση με παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Το πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ όμως είναι ότι η κάθε νέα του δήλωση - η οποία καλοπροαίρετα να δεχτούμε ότι γίνεται για το “καλό“ του τόπου - αποδυναμώνει τα πολιτικά του επιχειρήματα, πολιτικά επιχειρήματα τα οποία θα χρειαστεί ατόφια προκειμένου αφενός να διεκδικήσει την πρωτιά στην διαφαινόμενη εκλογική αναμέτρηση και -κυρίως- θα χρειαστεί ατόφια αύριο που θα κληθεί να διαχειριστεί την – διαφαινόμενη και μάλλον υποχρεωτική - έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη, την έκδοση εθνικού νομίσματος και την αναδιάταξη της Ελληνικής οικονομίας.
Όλα προδίδουν το αληθινό σκηνικό: Είτε με κυβέρνηση είτε με εκλογές είτε με είτε χωρίς ευρώ τα πολιτικά χαρτιά παραμένουν κλειστά και η πολιτική από τα κόμματα ασκείται κάτω από το τραπέζι και ερήμην του “κυρίαρχου” λαού. Πανταχόθεν και όλοι μαζί ελπίζουν στην αναδιάταξη του καταστροφικού πολιτικού δίπολου κεντροδεξιάς/κεντροαριστεράς, την εξαφάνιση των υπεύθυνων απόψεων, την δημιουργία παντοδύναμων αρχηγών, την πόλωση της κοινωνίας και εν τέλει την αποφυγή του ουσιαστικού δημόσιου διαλόγου. Με λίγα λόγια το πολιτικό κατεστημένο του τόπου μας προσπαθεί -ελπίζοντας στην επιβίωσή του- να ανασυντάξει το δικομματικό σύστημα και να το καταστήσει ξανά επίκεντρο της πολιτικής πρακτικής. Δηλαδή στοχεύει στην λιγότερη Δημοκρατία στην μεταμοντέρνα Δημοκρατία, την Δημοκρατία χωρίς λαό.
Όμως η ανοχή έχει τα όριά της και ο λαός τα έχει προ πολλού υπερβεί.
Όποιος συνεχίσει να προσβάλλει τη νοημοσύνη του, το ήθος του και την αξιοπρέπειά του από εδώ και πέρα θα το πληρώσει πολύ ακριβά.
Τραγική είναι η εικόνα που παρουσιάζουν οι πολιτικοί αρχηγοί. Ενώ το βαθύ χρηματοπιστωτικό κατεστημένο του τόπου μας και υπό την καθοδήγηση των διεθνών του συμμάχων εξωθεί στα όρια της αντοχής τους θεσμούς για μία ακόμα φορά, όλα δείχνουν πως οι πιέσεις που ασκούνται στα “μικρότερα” κόμματα της ΔΗΜ.ΑΡ. και των ΑΝ.ΕΛ. ξεπερνούν τα όρια των αντοχών τους. Δεν προσεγγίζουμε φυσικά το θέμα από τη σκοπιά της μη προθυμίας τους να συμμετάσχουν στην όποια κυβέρνηση, τεχνοκρατών, πολιτικών ή όποια άλλη, γιατί την προθυμία τους αυτή τη θεωρούμε δεδομένη. Εξετάζουμε το θέμα από τη σκοπιά του ότι έχει γίνει πλέον φανερό ότι δεν σκοπεύουν να αυτοκτονήσουν πολιτικά επιλέγοντας να στηρίξουν τους πάλαι ποτέ μονομάχους του δικομματισμού.
Η ΔΗΜ.ΑΡ. δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι δεν θα συμμετάσχει σε καμία κυβέρνηση χωρίς τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θέλοντας να δέσει το πολιτικό της μέλλον με την καθ' όλα διαφαινόμενη εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα ροκανίζοντας το εκλογικό του αποτέλεσμα προς όφελός της.
Η ένταση της κριτικής που ασκεί αυτή την περίοδο απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ είναι εξόφθαλμα δυσανάλογη με την κριτική που ασκεί απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ, τους ΑΝ.ΕΛ. ή ακόμα και τη Χ.Α. παρόλο που θεωρητικά οι πολιτικές αποστάσεις είναι μικρότερες μεταξύ τους. Όλη δε αυτή η κριτική πηγάζει από την-καθόλα δίκαια- επιθυμία της εκλογικά αξιωματικής αντιπολίτευσης να διατελέσει το φυσικό και θεσμικό της ρόλο και ελάχιστα στηρίζεται στα πολιτικά ή και οικονομικά επιχειρήματα. Ακόμα δε πιο θεαματική είναι η στήριξη που παρέχουν ΠΑΣΟΚ/ΝΔ στην αξιοπιστία της ΔΗΜ.ΑΡ. που είναι έτοιμη να συνεργαστεί στη δημιουργία κυβέρνησης σε αντιδιαστολή με τους μύδρους που εξαπολύουν έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Η ΔΗΜ.ΑΡ. όμως δείχνει αυτή τη στιγμή να μην είναι έτοιμη να κάνει το τελευταίο και οριστικό, όσον αφορά την πολιτική της εξαφάνιση, βήμα αυτό δηλαδή της υποστήριξης μια τριμερούς κυβέρνησης συνεργασίας.
Την τιμητική τους δε -τα τελευταία δύο εικοσιτετράωρα- δείχνει να έχουν οι ΑΝ.ΕΛ. Το κόμμα αυτό έχει μπει πια στο στόχο των διακανονιστών του πολιτεύματός μας. Φανερές είναι οι πιέσεις που ασκούνται πια και προς αυτή την κατεύθυνση αλλά εδώ τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα με την έννοια ότι τα ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά των ΑΝ.ΕΛ. είναι ακόμα πιο δυσδιάκριτα διαφοροποιημένα συγκρινόμενα με αυτά της ΝΔ. Η -λεκτική- άρνηση των μνημονίων είναι η μοναδική τους διαφορά και η όποια έστω και ελάχιστη στήριξη προς κάποια κυβέρνηση συνεργασίας θα ήταν η οριστική καταστροφή τους. Έτσι βλέπουμε τους ΑΝ.ΕΛ. να φέρονται ότι δηλώνουν πως θα συμμετάσχουν σε κάποια κυβέρνηση ανάγκης μόνο υπό την απειλή εθνικής τραγωδίας δηλαδή όπως εξηγούν της διαφαινόμενης άμεσης επίσημης πτώχευσης της χώρας οι ίδιοι όμως το αρνούνται – εδώ το nonpaper εκεί το non-paper. Ταυτόχρονα κατηγορούν τη ΝΔ ότι προωθεί τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ παρά και ενάντια στις βασικές της αρχές και παρά τις διαφορές που έχει με τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, θέσεις που κάποιες από αυτές χαρακτηρίζουν ως επικίνδυνες για την χώρα.
Για δε το αυτοδιαλυόμενο ΠΑΣΟΚ που μοιάζει πλέον να ακολουθεί τον δρόμο της ΕΔΗΚ είναι φανερή η προσπάθειά του να γαντζωθεί στο όποιο κομμάτι εξουσίας ελπίζοντας να κατορθώσει να συγκρατήσει την δύνη της αυτοκαταστροφής του. Στην πτώση του δε το μόνο που μοιάζει να το ενδιαφέρει είναι να κατορθώσει να συμπαρασύρει τον πολιτικό του αντικαταστάτη, τον ΣΥΡΙΖΑ. Καμία μα καμία κριτική στη ΝΔ η δε λέξη του τίτλου του -σοσιαλιστικό- είναι απαγορευμένη για τα στελέχη του.
Η δε ΝΔ ελπίζει. Ελπίζει σε κάποια μαγική ανάκαμψη, κάποια αντιστροφή της αποδοκιμασίας που εισέπραξε από την λαϊκή ετυμηγορία. Ειδικά ο αρχηγός της ελπίζει να αποφύγει την καρατόμηση η οποία ξεπροβάλει από όλες τις πολιτικές γωνιές της με τους γνωστούς πολιτικούς βρικόλακες πρωταγωνιστές.
Το ΚΚΕ -μάλλον σοφά- απέχει από όλα αυτά και εμμένει στις σταθερές θέσεις του άσχετα αν αυτή τη στιγμή οι δυνάμεις του μοιάζουν να αποσυσπειρώνονται. Είναι ενδιαφέρουσα πάντως η κριτική που του ασκείται από όμορες του δυνάμεις ότι συμβάλει στην επανασυσπείρωση του “αστικού” δυναμικού ή τουλάχιστον ότι δε συμβάλει στην γέννηση εναλλακτικής λύσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ -ως ο αναμφισβήτητος μεγάλος νικητής των εκλογών- αναμφίβολα βάλλεται πανταχόθεν αλλά ταυτόχρονα χαράζει τις άμυνες του διαρρηγνύοντας τις προεκλογικές του ατόφιες θέσεις περί “καταγγελίας των μνημονίων” και της πολύ σημαντικής του θέσης “καμία υποχώρηση για το ευρώ”. Τώρα όλα μετατρέπονται στις πολιτικάντικες θέσεις περί της αναγκαιότητας παραμονής της χώρας στην ΟΝΕ και ταυτόχρονης αναδιαπραγμάτευσης -και ενίοτε καταγγελίας- των μνημονίων. Θέσεις τις οποίες κάθε συνεπής “αντιμνημονιακή” προσέγγιση δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζει ως ανέφικτες ξεκινώντας από τους έγκριτους οικονομικούς αναλυτές του ευρύτερου πολιτικού του χώρου ή και έγκριτων μελών του.
Χαρακτηριστική είναι η προσέγγιση Αλαβάνου ο οποίος κρούοντας τον κώδωνα κινδύνου περί της αναγκαιότητας της Αριστεράς να προβάλει την αλήθεια και δηλώνοντας ότι η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει έξοδος από την τρέχουσα κατάσταση με παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Το πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ όμως είναι ότι η κάθε νέα του δήλωση - η οποία καλοπροαίρετα να δεχτούμε ότι γίνεται για το “καλό“ του τόπου - αποδυναμώνει τα πολιτικά του επιχειρήματα, πολιτικά επιχειρήματα τα οποία θα χρειαστεί ατόφια προκειμένου αφενός να διεκδικήσει την πρωτιά στην διαφαινόμενη εκλογική αναμέτρηση και -κυρίως- θα χρειαστεί ατόφια αύριο που θα κληθεί να διαχειριστεί την – διαφαινόμενη και μάλλον υποχρεωτική - έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη, την έκδοση εθνικού νομίσματος και την αναδιάταξη της Ελληνικής οικονομίας.
Όλα προδίδουν το αληθινό σκηνικό: Είτε με κυβέρνηση είτε με εκλογές είτε με είτε χωρίς ευρώ τα πολιτικά χαρτιά παραμένουν κλειστά και η πολιτική από τα κόμματα ασκείται κάτω από το τραπέζι και ερήμην του “κυρίαρχου” λαού. Πανταχόθεν και όλοι μαζί ελπίζουν στην αναδιάταξη του καταστροφικού πολιτικού δίπολου κεντροδεξιάς/κεντροαριστεράς, την εξαφάνιση των υπεύθυνων απόψεων, την δημιουργία παντοδύναμων αρχηγών, την πόλωση της κοινωνίας και εν τέλει την αποφυγή του ουσιαστικού δημόσιου διαλόγου. Με λίγα λόγια το πολιτικό κατεστημένο του τόπου μας προσπαθεί -ελπίζοντας στην επιβίωσή του- να ανασυντάξει το δικομματικό σύστημα και να το καταστήσει ξανά επίκεντρο της πολιτικής πρακτικής. Δηλαδή στοχεύει στην λιγότερη Δημοκρατία στην μεταμοντέρνα Δημοκρατία, την Δημοκρατία χωρίς λαό.
Όμως η ανοχή έχει τα όριά της και ο λαός τα έχει προ πολλού υπερβεί.
Όποιος συνεχίσει να προσβάλλει τη νοημοσύνη του, το ήθος του και την αξιοπρέπειά του από εδώ και πέρα θα το πληρώσει πολύ ακριβά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου