Του Γιώργου Κατρούγκαλου*
Προφανώς
το πρόβλημα της εξόδου από την κρίση δεν είναι νομικό, ούτε καν κυρίως
οικονομικό. Είναι βαθύτατα πολιτικό. Από τη νομική άποψη, όμως, που
παρουσιάζεται εδώ, τα πράγματα είναι απλά:
-
Τα μνημόνια καθ' εαυτά δεν αποτελούν διεθνείς συμβάσεις. Συνεπώς από αυτά δεν
απορρέουν διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, ούτε η εφαρμοστική τους νομοθεσία
έχει τυπική ισχύ ανώτερη από τον κοινό νόμο.
-
Ούτε από τις δανειακές συμβάσεις απορρέουν δεσμεύσεις με υπερνομοθετική ισχύ,
εφόσον αυτές δεν έχουν κυρωθεί σύμφωνα με το Σύνταγμα.
Συνεπώς,
όλοι οι μνημονιακοί νόμοι μπορεί να καταργηθούν με νέο νόμο, με απλή
πλειοψηφία, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταγγελία καμιάς σύμβασης.
Ειδικότερα:
-Η
θέση περί της πολιτικής και όχι νομικής φύσης των μνημονίων έγινε, ορθά, δεκτή
από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας
668/2012. Άλλωστε, το ίδιο το μνημόνιο χαρακτηρίζεται από το νόμο ως «σχέδιο
προγράμματος», ενώ στο κείμενό του αυτοπροσδιορίζεται ως «σχέδιο δράσης».
-Περαιτέρω,
και οι δύο Δανειακές Συμβάσεις (του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου) έπρεπε
να κυρωθούν από τη Βουλή, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος. Παρόλα
αυτά -και ανεξαρτήτως του ζητήματος της ανάγκης ύπαρξης αυξημένης ή όχι
πλειοψηφίας για αυτό- καμιά από τις δύο
δεν κυρώθηκε σύμφωνα με το Σύνταγμα. Η
πρώτη κατατέθηκε προς κύρωση το Μάιο του 2010, αλλά μετά αποσύρθηκε, η δεύτερη
εγκρίθηκε από τη Βουλή δύο φορές ως σχέδιο, μία φορά ως παράρτημα του ν. 4046/2012, και μία ως Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου.
Ουδέποτε όμως ήρθε για κύρωση στη Βουλή μετά την υπογραφή της.
Οι
εν λόγω συμβάσεις, εάν είχαν κυρωθεί συνταγματικά, θα θέσπιζαν διεθνείς
υποχρεώσεις σε βάρος της χώρας, με τυπική ισχύ ανώτερη από το νόμο, σε αντίθεση
με τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα των μνημονίων. Εφόσον αυτό όμως δεν συνέβη, δεν
υπάρχει κανένα νομικό εμπόδιο για μία νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία να
ανατρέψει τα μνημονιακά μέτρα. Μάλιστα, για μερικά από αυτά, όπως, π.χ. για την
κατάργηση των πρόσφατων ρυθμίσεων για τη μετενέργεια, που διαλύουν το εργατικό
δίκαιο και τη συλλογική αυτονομία, δεν απαιτείται καν τυπικός νόμος, αλλά αρκεί
απλή Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου.
Είναι,
βέβαια, αλήθεια ότι σε μία τέτοια περίπτωση οι δανειστές μας ενδέχεται να
καταγγείλουν από την δική τους μεριά τις δανειακές συμβάσεις, επικαλούμενοι ως
λόγο καταγγελίας την κατάργηση των μνημονιακών ρυθμίσεων. Τούτο δεν θα σημαίνει
την έξοδο της χώρας από το Ευρώ, που είναι νομικά αδύνατη, εφόσον δεν υπάρχει
παρόμοια πρόβλεψη στις Συνθήκες. Θα συνεπάγεται, όμως, την διακοπή της
χρηματοδότησης, πράγμα που δεν θα είναι χωρίς συνέπειες για τη χώρα, ενόψει του
πρωτογενούς ελλείμματος που ακόμη αντιμετωπίζει.
Καθόλου
δεν είναι βέβαιο, όμως, ότι οι δανειστές μας θα επιλέξουν τη ρήξη. Και αυτό
γιατί τότε θα είναι ελεύθερος ο δρόμος
για την ενεργοποίηση του βασικού όπλου που έχει η χώρα μας βάσει του
διεθνούς δικαίου: Να επικαλεστεί «κατάσταση ανάγκης» για να διακόψει την
πληρωμή του χρέους. Σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου (σύμφωνα και με σχέδιο
σύμβασης για την Ευθύνη των Κρατών που έγινε δεκτό από τη Γενική Συνέλευση του
ΟΗΕ το 2001) τα κράτη μπορούν να επικαλεστούν παρόμοιο λόγο μη συμμόρφωσης σε
διεθνή τους υποχρέωση, όταν αδυνατούν να ανταποκριθούν ταυτόχρονα στις βασικές
κοινωνικές τους λειτουργίες και στην ικανοποίηση των δανειστών τους.
Συνεπώς,
αντίθετα με το κλίμα φόβου που καλλιεργούν τα φερέφωνα του κόμματος του
μνημονίου, η υποταγή δεν αποτελεί μονόδρομο.
*Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι Καθηγητής
Δημοσίου Δικαίου ΔΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου