Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Η μονόπλευρη εστίαση των συστημικών
ΜΜΕ στην άνοδο τηςξενοφοβικής Ακροδεξιάς του Βορρά αποκρύπτει
την ελπιδοφόρα πρόοδο της ριζοσπαστικής Αριστεράς στις χώρες της περιφέρειας.
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, το φάντασμα του
...«ευρωσκεπτικισμού»! Ένας όρος που παραπέμπει, με την ύπουλη αοριστία
του, στον μίζερο, τον μικρόψυχο και τον παθολογικά καχύποπτο, ο οποίος ψάχνει
να βρει τη μύγα στο ωραίο πιλάφι που τόσο γενναιόδωρα του προσφέρουν. Ένας όρος
που λειτουργεί σαν ένα μεγάλο πολιτικό μπλέντερ, βάζοντας στο ίδιο
τσουβάλι την ξενοφοβική Δεξιά με την αντιιμπεριαλιστική Αριστερά και
κατατάσσοντας τους εκπροσώπους της Λεπέν και του Φάρατζ μαζί
με εκείνους του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ στο «Τζουράσικ
Παρκ» της επόμενης ευρωβουλής.
Ένας όρος που εκφράζει την
Μανταμσουσουδίστικη κοινωνική ψυχολογία των ελληνικών ελίτ, και ιδίως μεγάλης
μερίδας δημοσιογράφων και πανεπιστημιακών, οι οποίοι σιτίζονται ποικιλοτρόπως
από την Ε.Ε. και είναι φυσικό να την εξυμνούν, σαν τον Αγαθούλη του Βολταίρου,
ως τον ιδανικότερο των ιδανικών κόσμων, φρίττοντας με την «ευρωσκεπτικιστική»
καθυστέρηση όσων σιτίζονται και σκέπτονται διαφορετικά.
Σύμφωνα με την κυρίαρχη γραμμή ανάλυσης, ή μάλλον μη
ανάλυσης, ο πολτοποιημένος και αδιαφοροποίητος «ευρωσκεπτικισμός» ήταν ο μεγάλος ωφελημένος
από τις ευρωεκλογές της περασμένης Κυριακής. Η πραγματικότητα, την
οποία συστηματικά αποκρύπτουν, είναι πολύ διαφορετική. Το εκλογικό αποτέλεσμα
αποτύπωσε ταυτόχρονα την κρίση του ευρωπαϊκού, ιμπεριαλιστικού σχεδίου και τη
δομική πόλωση της Ε.Ε. σε κράτη του υπό γερμανική ηγεμονία «πυρήνα» και χώρες
της χειμαζόμενης ευρωπαϊκής περιφέρειας. Στις «πυρηνικές» χώρες της
Ένωσης, η ψήφος διαμαρτυρίας πήρε κυρίως ξενοφοβικό, εθνικιστικό ή και
ανοιχτά ακροδεξιό χαρακτήρα. Αντίθετα, στην περιφέρεια, στις χώρες της
μαζικής ανεργίας, της τροϊκανής επιτήρησης, των μεγάλων κινημάτων του
μακρινότερου αλλά και του πρόσφατου παρελθόντος, η κοινωνική διαμαρτυρία
στράφηκε κυρίως στη ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική Αριστερά,
η οποία κινήθηκε γύρω ή και πάνω από το 20% σε πανεθνική κλίμακα. Τέλος, σε
ορισμένες περιπτώσεις η κοινωνική διαμαρτυρία βρήκε διέξοδο προς αποσχιστικά
κινήματα, τα οποία απειλούν πολύ σοβαρά τη συνοχή σημαντικών ευρωπαϊκών κρατών.
Σε τρεις χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα- Γαλλία,
Βρετανία και Δανία- ακροδεξιά ή πάντως δεξιά αντιΕ.Ε. κόμματα
αναδείχθηκαν στην πρώτη θέση, προκαλώντας ρήγματα στα θεμέλια του παραδοσιακού
πολιτικού κατεστημένου και διεκδικώντας με αξιώσεις την ηγεμονία στο ευρύτερο
συντηρητικό στρατόπεδο. Στη Γαλλία, όπου το Εθνικό Μέτωπο υπό
την Μαρίν Λεπέντετραπλασίασε τις ψήφους του για να φτάσει στο 24,9%
έναντι 20,8% των Γκωλικών και μόλις14,0 των Σοσιαλιστών, η
κυβέρνηση Ολάντ παραπαίει και ο παραδοσιακός δικομματισμός
απειλείται με κατάρρευση. Στη Βρετανία, το Κόμμα της Ανεξαρτησίας(UKIP)
του Νάιτζελ Φάρατζ, που θέλει την έξοδο της χώρας από την Ε.Ε.,
εκτινάχθηκε στο 27,5% ενώ οι κυβερνώντες Συντηρητικοί του Ντέιβιντ
Κάμερον κατρακύλησαν στην τρίτη θέση. Ήταν η πρώτη φορά από το... 1910
που ένα άλλο κόμμα, πλην των Συντηρητικών και των Εργατικών,
νίκησε σε πανεθνική αναμέτρηση. Η παράλληλη, θεαματική άνοδος τόσο του Εθνικού
Μετώπου όσο και του UKIP στις τοπικές εκλογές
μαρτυρεί ότι η επιτυχία τους στις ευρωεκλογές δεν αποτελεί ευκαιριακή ψήφο
διαμαρτυρίας, αλλά ριζωμένο κοινωνικά ρεύμα.
Εντελώς διαφορετική είναι η εικόνα στις χώρες της
περιφέρειας, όπου η λαϊκή αγανάκτηση για την ευρωλιτότητα έθρεψε κυρίως την
Αριστερά, με πιο θεαματική, αλλά όχι και μοναδική περίπτωση εκείνη της Ελλάδας.
Στην Πορτογαλία, το Κομμουνιστικό Κόμμα με τους συμμάχους του και οι άλλες
δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς συγκέντρωσαν αθροιστικά 19%. Στην
Ισπανία, ο δικομματισμός του κυβερνώντος Λαϊκού Κόμματος και
των Σοσιαλιστών έχασε πέντε εκατομμύρια ψήφους, για να
κατρακυλήσει από το 81% στο 49%. Τρίτη δύναμη αναδείχθηκε η Ενωμένη Αριστερά με
10% (από 3.7%) και τέταρτη το νεοσύστατο κόμμα Podemos (Μπορούμε!), πολιτική
έκφραση του Κινήματος των Αγανακτισμένων, με 8%. Μαζί με τα περιφερειακά,
αριστερά κόμματα, η ισπανική Αριστερά στο σύνολό της αθροίζει πάνω από το 23%
των ψήφων. Στην Ιταλία, το ιδιόμορφο, πάντως προοδευτικό αντιευρώ κόμμα- κίνημα
του Μπέπε Γκρίλο ήρθε δεύτερο με 21.2% διαψεύδοντας όσους είχαν βιαστεί να το
χαρακτηρίσουν διάττοντα αστέρα, ενώ η «Άλλη Ευρώπη» (Λίστα Τσίπρα) πήρε 4%.
Τέλος στην Ιρλανδία, το ιστορικό Σιν Φέιν του Τζέρι
Άνταμς, πολιτική πτέρυγα του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού κατά το
παρελθόν, όχι μόνο αναδείχθηκε πρώτη δύναμη, με 24.1% στο υπό βρετανική
κυριαρχία βόρειο τμήμα της νήσου, αλλά και εκτοξεύθηκε στο 19.5% (από 11.5%)
στην ανεξάρτητη Ιρλανδία, για να αναδειχθεί στην τρίτη πολιτική δύναμη της
Δημοκρατίας με πολύ μικρή διαφορά από τη δεύτερη. Φαίνεται ότι εξελίχθηκε σε
μπούμερανγκ η άθλια προσπάθεια των βρετανικών αρχών να ανακόψουν την άνοδο του
Σιν Φέιν φυλακίζοντας επί τρεις μέρες τον Τζέρι Άνταμς προεκλογικά, για μια
πολιτική δολοφονία του IRA προ... σαρακονταετίας!
Εκτός από τη Βόρεια Ιρλανδία, τα αποσχιστικά
κόμματα σημείωσαν μεγάλη άνοδο σε δύο κατ΄εξοχήν εύθραυστες χώρες, το Βέλγιο
και την Ισπανία. Στη χώρα- σύμβολο των ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, όπου
φιλοξενούνται οι έδρες της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, πρώτο κόμμα, με 27%, βγήκε το
(δεξιό) αυτονομιστικό N-VA, που έχει στόχο τη μετατροπή της Φλάνδρας σε
ανεξάρτητο κράτος. Καθώς το ίδιο κόμμα νίκησε στις παράλληλες βουλευτικές
εκλογές, ο βασιλιάς Φίλιππος αναγκάστηκε να δώσει, την Τρίτη, εντολή
σχηματισμού κυβέρνησης σε ένα κόμμα που απειλεί να διαλύσει το βασίλειό του.
Στην Καταλωνία, τα αυτονομιστικά κόμματα κέρδισαν το 55% των ψήφων
έναντι 35% στις προηγούμενες εκλογές, ενισχύοντας τη δυναμική της απόσχισης.
Μάλιστα, στην πρώτη θέση εκτοξεύθηκε αυτή τη φορά το αριστερό κόμμα ERC, πολύ
«σκληρότερο» στη διεκδίκηση της αυτονομίας από το αστικό, αυτονομιστικό κόμμα
CiU του περιφερειακού κυβερνήτη Αρτούρ Μας.
Μ' αυτά και μ' αυτά, οι ευρωεκλογές αποτέλεσαν
πραγματικό πολιτικό «σεισμό» πανηπειρωτικής κλίμακας. Όχι μόνο
γιατί κατέγραψαν την απόρριψη του ευρωπαϊκού σχεδίου από εκθετικά αυξανόμενα
τμήματα του πληθυσμού, αλλά και γιατί έθεσαν τουλάχιστον πέντε χώρες
της Δυτικής Ευρώπης- Γαλλία, Βρετανία, Ισπανία, Βέλγιο και, βέβαια, Ελλάδα- σε
τροχιά πολιτικής κρίσης, ενδεχομένως και κυβερνητικών ανατροπών.
Εκόντες- άκοντες, οι ηγέτες των «28» έτρεξαν στις Βρυξέλλες,
δύο ημέρες μετά τις εκλογές, προς αναζήτηση εξόδου κινδύνου. Τίποτα δεν
δείχνει, όμως, ότι θα καταφέρουν να βρουν κάτι που να μοιάζει με αποτελεσματική
διαχείριση κρίσεων.
Τι πρέπει να περιμένουμε; Νομίζω ότι θα ήταν ασφαλές να
προβλέψει κανείς ότι η εποχή όπου, διά πάσον νόσον και πάσαν μαλακίαν,
προσφερόταν ως λύση η "περισσότερη Ευρώπη" έχει πλέον
παρέλθει. Η δυσαρέσκεια απέναντι στην Ε.Ε. και η απαίτηση για αποκατάσταση
της εθνικής, δημοκρατικής κυριαρχίας είναι τόσο ισχυρές σε Βορρά και Νότο, από
τα δεξιά και τα αριστερά, από τμήματα των αστικών ελίτ και μάζες των εργατικών
στρωμάτων, που κανένας ηγέτης δεν μπορεί να αγνοήσει επί ποινή πολιτικού
εκμηδενισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι Κάμερον και Ολάντ, δύο ηγέτες από
διαφορετικές πολιτικές οικογένειες και με διαφορετικές οπτικές για την Ευρώπη,
βρέθηκαν αυτή τη βδομάδα να συμπίπτουν στο βασικό: τους μύδρους κατά της"υδροκέφαλης"
και "αδιαφανούς" Ε.Ε. και την απαίτηση για επιστροφή
αρμοδιοτήτων στα εθνικά κράτη. Χωρίς τέτοιου είδους αλλαγές, το δημοψήφισμα που
έχει αναγγείλει οΝτέιβιντ Κάμερον για το μέλλον της Βρετανίας στην
Ε.Ε. είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα καταλήξει σε θρίαμβο του Φάρατζ και των οπαδών
του, με αποτέλεσμα την έξοδο της χώρας από την Ένωση.
Αντίθετα, δεν θα πρέπει να αναμένουμε μείζονος σημασίας
αλλαγές ως προς τη βασική οικονομική στρατηγική της Ε.Ε. που φέρει τη σφραγίδα
της Γερμανίας. Είναι αλήθεια ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι,
συνεπικουρούμενος από τον Ισπανό ομόλογό του Μαριάνο Ραχόι και σε ένα βαθμό από
τον Ολάντ, πιέζει για χαλάρωση των ασφυκτικών ορίων του Συμφώνου Σταθερότητας
(60% του ΑΕΠ για το χρέος, 3% για το έλλειμμα) και των σχετικών
ρυθμίσεων του Δημοσιονομικού Συμφώνου, όπως και για ένα Κεϋνσιανής έμπνευσης
πρόγραμμα σε πανευρωπαϊκή κλίμακα για επενδύσεις με στόχο την οικονομική
αναζωογόνηση. Ωστόσο, ούτε η Άνγκελα Μέρκελ- η οποία, παρά τη νίκη της, έχει να
αντιμετωπίσει την αυξανόμενη πίεση του νεοπαγούς κόμματος AfD, που ζητά την
επιστροφή στο μάρκο- ούτε ο Κάμερον, ούτε οι ηγέτες των άλλων χωρών του Βορρά
θέλουν να ακούσουν για κάτι τέτοιο. Αντίθετα, η στρατηγική που προωθούν για την
αντιμετώπιση της ανεργίας και την "ανάπτυξη" έχει ως κεντρικό άξονα
την "αύξηση της ανταγωνιστικότητας" μέσω περαιτέρω μείωσης του
κόστους εργασίας, προσφορά πρόσθετων κινήτρων στις επιχειρήσεις- με άλλα λόγια,
γκάζι στο δρόμο του νεοφιλελευθερισμού.
Με αυτά τα δεδομένα, πρέπει να περιμένουμε ότι η κρίση
στο σαθρό οικοδόμημα της Ε.Ε. θα τραβήξει σε μάκρος, υποτροπιάζοντας στο
εσωτερικό αρκετών και κρίσιμης σημασίας κρατών- μελών της. Το νέο
ευρωπαϊκό περιβάλλον που τείνει να διαμορφωθεί δεν θα προσφέρει μεγαλύτερη
άνεση κινήσεων σε μια αριστερή κυβέρνηση ανατροπής, εφ' όσον αυτή προκύψει στην
Ελλάδα ή σε άλλη χώρα της Ένωσης. Αντίθετα, η οξύτατη κρίση της Ε.Ε. επιβάλλει
σε κάθε αριστερή, ριζοσπαστική δύναμη που διεκδικεί την εξουσία χωρίς να
κοροϊδεύει τον εαυτό της και τον κόσμο, να προετοιμαστεί πολύ σοβαρά και
συστηματικά για το ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ και την Ε.Ε.- ενδεχόμενο, το
οποίο είναι πολύ πιθανό να της τεθεί εκ των πραγμάτων, ακόμη κι αν η ίδια το
απεύχεται. Σε κάθε περίπτωση, τόσο οι επιτυχίες της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε
σειρά χωρών, όσο και η αποτυχία της σε άλλες επιβεβαιώνουν πόσο καίρια σημασία
έχει ο έγκαιρος απογαλακτισμός της από την κληρονομιά ενός δογματικού
"αριστερού ευρωπαϊσμού" και η ικανότητά της να εκφράζει, δίνοντας
προοδευτική διέξοδο, την πραγματική ανάγκη των λαών και του καιρού μας για
ανάκτηση της δημοκρατικής, λαϊκής, εθνικής κυριαρχίας, σε βάρος της σύγχρονης
"Αυτοκρατορίας" των Βρυξελλών.
Πηγή: «iskra.gr»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου