Του Λεωνίδα Χρυσανθόπουλου
Στις 19 Δεκεμβρίου 2009 δημοσιεύθηκε μια συνέντευξή μου στην
«Ελευθεροτυπία» που είχε σαν τίτλο «Εφιάλτης μια Φασιστική Ευρώπη». Πού
να φαντασθώ ότι μετά από μερικά χρόνια θα αυξανόταν τόσο δραστικά το
δημοκρατικό έλλειμμα της Ε. Ένωσης.
Το καλοκαίρι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσαν γραπτή
επερώτηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την οποίαν ζητούσαν εξηγήσεις για την
έκθεση του ΟΗΕ που αναφερόταν στην προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην
Ελλάδα ως απόρροια της εφαρμογής των μέτρων λιτότητας.
Ο Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κος Juri
Katainen και πρώην Πρωθυπουργός της Φινλανδίας, έδωσε μια καταπληκτική
απάντηση στις 17 Σεπτεμβρίου, που με λίγα λόγια έλεγε ότι για τα Κράτη-Μέλη που
βρίσκονται σε καθεστώς μνημονίου δεν ισχύει ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της
Ε.Ε. γιατί τα μνημόνια αποτελούν διμερείς πράξεις μεταξύ Ελλάδος και δανειστών
της και όχι ενωσιακό δίκαιο.
Συγκεκριμένα ανέφερε τα εξής: «….Όσον αφορά,
ωστόσο, τα προγραμματικά έγγραφα, δεν πρόκειται για ενωσιακό δίκαιο, αλλά για
μέσα που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών της. Υπό την
έννοια αυτή δεν μπορεί να γίνει επίκληση του Χάρτη, ενώ στην Ελλάδα εναπόκειται
να εξασφαλίσει την τήρηση των υποχρεώσεων της, όσον αφορά τα θεμελιώδη
δικαιώματα». Και αντί να γίνει θέμα η δήλωση αυτή τόσο στην Ελλάδα όσο και
στην Ευρώπη, επικράτησε μια εκκωφαντική σιωπή. Μια σιωπή της αδιαφορίας για τον
σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Περίμενα πέντε μέρες για να υπάρξει κάποια αντίδραση και
όταν είδα αδιαφορία, αποφάσισα να απαντήσω στον Αντιπρόεδρο Katainen. Στην
απάντησή μου του υπενθύμισα το θετικό ρόλο
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην
περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα. Απέρριψα την νομική
επιχειρηματολογία του που διέκρινε το ενωσιακό δίκαιο από διμερείς πράξεις,
υπενθυμίζοντάς του ότι το άρθρο 14 π.2 της Δανειακής Σύμβασης του Μαΐου 2010,
καθορίζει ότι το Δικαστήριο της Ε.Ε. είναι αποκλειστικά αρμόδιο για την επίλυση
διαφορών που αφορούν την Σύμβαση. Κατά συνέπεια η Σύμβαση αποτελούσε μέρος
του ενωσιακού Δικαίου.
Ομολογώ ότι με εξέπληξε το γεγονός ότι ο Κύριος Katainen μου
απάντησε με την από 30 Οκτωβρίου επιστολή, κυρίως γιατί η επιστολή μου ήταν
ανοικτή και ότι ανάλογες επιστολές που είχα στείλει στον Όλλι Ρεν και
στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έμειναν αναπάντητες.
Στην απάντησή του, (Σ.Σ. η απαντητική
επιστολή Katainen δημοσιεύεται παρακάτω μετά το τέλος
του κειμένου), η οποία συμπληρώνει την γραπτή απάντηση που έδωσε στο
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, παρουσιάζει την άνευ προηγουμένου κοινωνική κρίση που
μαστίζει την Ελλάδα σαν ουρανοκατέβατη, προσθέτοντας ότι η Ε. Επιτροπή
καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να την αντιμετωπίσει. Επικαλείται μια μεμονωμένη
απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της 7ης Μαΐου
(Κουφαδάκης - ΑΔΕΔΥ) για να ισχυρισθεί ότι τα μέτρα που υιοθέτησαν οι Ελληνικές
αρχές δεν παραβιάζουν την Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Επίσης παρέλειψε να
απαντήσει για την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ε.Ε. στην επίλυση των
διαφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή της δανειακής σύμβασης.
Θεωρώ ότι η επιστολή του είναι σημαντική γιατί ουσιαστικά
υπαναχωρεί από την προηγούμενη θέση του που διακρίνει το ενωσιακό δίκαιο
από τις διμερείς πράξεις, φέρνοντας στην επιφάνεια τον κανονισμό 472/13 που
ισχύει και για την Ελλάδα και που προβλέπει ότι τα προγράμματα μακροοικονομικής
προσαρμογής θα υιοθετούνται από το Συμβούλιο της Ένωσης με σεβασμό των άρθρων 152
της Συνθήκης της Ε.Ε. (διευκόλυνση διαλόγου μεταξύ κοινωνικών εταίρων) και 28
του Χάρτου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (περί συλλογικών συμβάσεων και το
δικαίωμα στην απεργία). Άρα με βάση τον Κανονισμό αυτό, ισχύει το ενωσιακό
δίκαιο και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και για τα Κράτη που
βρίσκονται υπό καθεστώς μνημονίου. Επίσης στέλνει και ένα έμμεσο μήνυμα στην
Ελληνική Κυβέρνηση ότι είναι υπεύθυνη για το σεβασμό των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων και ότι έχει κάθε ευχέρεια να το κάνει κατά την εφαρμογή
των μέτρων. Η ευχέρεια αυτή, στην οποίαν αναφέρεται, σημαίνει επίσης ότι
οι Ελληνικές αρχές δεν είναι υποχρεωμένες να κάνουν ό,τι λέει η Τρόικα.
Ταυτόχρονα όμως η Ε. Επιτροπή προσπαθεί να νίψει τας χείρας της από
μελλοντικές ευθύνες που θα της καταλογισθούν, ρίχνοντας όλες τις ευθύνες στις
Ελληνικές κυβερνήσεις.
Το θλιβερό στην ιστορία αυτή είναι το ότι γίνεται αυτή η
συζήτηση. Μια συζήτηση με ένα μικροσκόπιο να εντοπισθεί που, πότε, και κάτω υπό
ποιες προϋποθέσεις εφαρμόζεται η Δημοκρατία και ο σεβασμός των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων στην Ε.Ε. Και πρέπει τουλάχιστον να ντρεπόμαστε γι’ αυτή την
κατάντια και να πράξουμε το παν για να την ανατρέψουμε.
Ο Λεωνίδας Χρυσανθόπουλος είναι Πρέσβης επί τιμή και
μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΕΠΑΜ
Η απάντηση του Juri Katainen στην επιστολή διαμαρτυρίας
Χρυσανθόπουλου:
Juri
Katainen
A.Π.Ares(2014)3609707-30/10/2014
Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής
Αγαπητέ Κύριε Χρυσανθόπουλε,
Σας ευχαριστώ για την ανοικτή επιστολή σας με ημερομηνία 22
Σεπτεμβρίου που σχολιάζει την γραπτή μου απάντηση σε μία κοινοβουλευτική
επερώτηση που υποβλήθηκε αναφορικά με το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της
Ελλάδας. Η επιστολή σας αμφισβητεί την επιχειρηματολογία που δίνεται στο πρώτο μέρος
της απάντησης και αφήνει να εννοηθεί ότι τα μέτρα πού περιέχονται στο Μνημόνιο
Κατανόησης αναφορικά με το Ελληνικό Πρόγραμμα Προσαρμογής παραβιάζουν τα
ανθρώπινα δικαιώματα και την νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έχω επίγνωση της πολλής δύσκολης κοινωνικής κατάστασης
εξαιτίας της άνευ προηγουμένου κρίσεως στην Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
δίνει μεγάλη έμφαση σε μέτρα για να την αντιμετωπίσει. Αν και δεν συμφωνώ με
την εκτίμηση σας, θα ήθελα να διευκρινίσω το περιεχόμενο της απάντησης και τα
νομικά επιχειρήματά της.
Κατά πρώτον λόγον, και ανεξάρτητα από τα νομικά
επιχειρήματα, δεν συμφωνώ με την άποψη ότι έχει υπάρξει παραβίαση του
ενωσιακού η διεθνούς δικαίου κατά την εφαρμογή του Ελληνικού προγράμματος
προσαρμογής. Η Επιτροπή αποδίδει μεγάλη προσοχή στον σεβασμό των αρχών που
αναφέρονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και θα ήθελα επίσης να υπενθυμίσω
ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει επίσης αποφανθεί ότι τα
μέτρα τα οποία υιοθέτησαν οι Ελληνικές αρχές δεν έρχονται σε αντίθεση με την
Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. (Απορριπτικές αποφάσεις 7 Μαΐου 2013; Κουφαδακη
/Ελλας. ΑΔΕΔΥ/Ελλας) [1].
Κατά δεύτερον λόγον, σε ότι αφορά το νομικό καθεστώς, η
γραπτή απάντηση δείχνει ότι τα κείμενα του προγράμματος δεν αποτελούν ενωσιακό
δίκαιο αλλά διακυβερνητικές πράξεις. Πράγματι τα Μνημόνια κατανόησης αναφορικά
με τις προϋποθέσεις ειδικής οικονομικής πολιτικής που έθεσε τους όρους που
συμφωνήθηκε με τις Ελληνικές αρχές για την χορήγηση οικονομικής βοηθείας,
σύμφωνα με το πρόγραμμα δεν αποτελούν πράξεις της Ε.Ε., αλλά διμερή όργανα που
συμφωνήθηκαν διμερώς μεταξύ Ελλάδος και των δανειστών της. Συνεπώς, όπως
επιβεβαιώνει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, η υιοθέτηση και εφαρμογή μέτρων του
διακυβερνητικού προγράμματος προσαρμογής, δεν αποτελεί για τις αρχές του
ενδιαφερομένου Κράτους, εφαρμογή ενωσιακού δικαίου. (βλέπετε κατ’ αναλογίαν την
δικαστική απόφαση της 26ης Ιουνίου 2014,c-264/12 ) [2].
Παρ’ όλα αυτά, θεωρείται αυτονόητο ότι για τις περιπτώσεις
στις οποίες αναφέρεσθε, όταν ένα Κράτος Μέλος δεν εφαρμόζει την νομοθεσία της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, εναπόκειται τότε στις αρχές του Κράτους Μέλους να
διασφαλίσουν ότι οι υποχρεώσεις τους στον τομέα των θεμελιωδών
δικαιωμάτων, είτε πηγάζουν από διεθνείς συμφωνίες ή από το εθνικό σύνταγμα ή
νομοθεσία, είναι σεβαστές όταν λαμβάνουν μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και μέτρων
για την υλοποίηση υποχρεώσεων ενός διακυβερνητικού προγράμματος προσαρμογής.
Για να εξαντλήσω το θέμα, ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι
αυτή η νομική κατάσταση έχει εξελιχθεί από την υιοθέτηση των Ελληνικών
προγραμμάτων. Σύμφωνα με τον λεγόμενο κανονισμό Two-Pack που υιοθετήθηκε το
2013, καινούργια προγράμματα μακροοικονομικής προσαρμογής που έχουν
φτιαχτεί από τα Κράτη-Μέλη, πρέπει να συμφωνηθούν από το Συμβούλιο της Ένωσης
και να είναι συμφώνα με την νομοθεσία της Ε.Ε., ιδίως το άρθρο 152 TFEU και 28
του Χάρτη. [3]
Τέλος είναι επίσης σημαντικό να λάβετε υπ’ όψη σας ότι ενώ η
Επιτροπή συμβάλλει στον σχεδιασμό των γενικότερων πολιτικών όρων του
προγράμματος λεπτομέρειες για την προσαρμογή των ειδικότερων μέτρων
προς το πρόγραμμα αποφασίζονται τελικά από τις Ελληνικές αρχές, οι οποίες είχαν
και συνεχίζουν να έχουν άνετη ευχέρεια να συμφωνήσουν πώς και με ποία μετρά να
γίνει η προσαρμογή. Η τελική ευθύνη για την εφαρμογή των όρων ενός
προγράμματος, ανήκει στην κυβέρνηση της Ελλάδος.
Με ειλικρίνεια
Υπογραφή
J. Katainen
Λεωνίδας Χρυσανθόπουλος
Άγιοι Απόστολοι 45,25100 Αίγιο, Ελλάς
[1].
http://hudoc.echr.coe.int/sites/eng/pages/search.aspx?i-002-7627
[2].
http://eur-lex.europa.eu/legal content/EN/TXT/uri=CELEX:62012CO0264
[3]. Κανονισμός ΕΕ υπ.αριθ.472/2013 αρθρο 7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου