Του Δημήτρη Καζάκη
Βρισκόμαστε σε κρίσιμη καμπή. Η κοινωνία καταρρέει με
ταχύτατους ρυθμούς. Μέρα τη μέρα η κατάσταση μεγάλου μέρους των λαϊκών
στρωμάτων οδηγείται σε πλήρες αδιέξοδο. Το καθεστώς από την άλλη έχει
αποφασίσει την μετωπική αναμέτρηση με την κοινωνία για να την καθυποτάξει. Η
ανοιχτή καταστολή και οι προβοκάτσιες έχουν μπει στην ημερήσια διάταξη. Η
σκόπιμη διοχέτευση στην δημοσιότητα των πειστηρίων από τον βασανισμό των
εικοσάχρονων που εμπλέκονται στην ληστεία στο Βελβεντό Κοζάνης, ήταν μια σαφής
πολιτική δήλωση εκ μέρους των δυνάμεων κατοχής για το πώς θα αντιμετωπίζουν
οιονδήποτε αντιδρά. Αρκεί βέβαια να αντιδρά με τρόπο που διευκολύνει και
νομιμοποιεί την καταστολή.
Κι έτσι η τρομοκρατία των πυρήνων ή της συνωμοσίας, οι
σφαίρες της αποκαλούμενης «Κρητικής Επανάστασης», οι τζούφιες θεωρίες για
δυναμική αναμέτρηση με το καθεστώς κάποιων «λίγων και καλών», ή δήθεν
αποφασισμένων, έρχονται να κουμπώσουν με την εγκληματική δράση των ναζί εντός
και εκτός σωμάτων καταστολής. Πρόκειται για τις δυο όψεις του ίδιου βαθιά
αντιδραστικού νομίσματος.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, όπως είναι φυσικό, βγαίνει στην
επιφάνεια ο μικροαστισμός που έχει καλλιεργηθεί για δεκαετίες στην μεγάλη
πλειοψηφία της κοινωνίας, δηλαδή η νοσηρή εκείνη αντίληψη που φτάνει τον
ατομισμό στα άκρα. Αν και με ποικίλες εκδηλώσεις, αυτός ο μικροαστικός
ατομισμός έχει σαν κοινή συνισταμένη την απέχθεια απέναντι στην συλλογική
μαζική δράση. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, είναι η κοινή επωδός. Ο λαός δεν
καταλαβαίνει, είναι ανόητος, είναι χαζός, είναι αδύνατον να οργανωθεί και άλλα
τέτοια αποτελούν την τυπική περιφορά του μικροαστικού επιταφίου.
Η λογική αυτή είναι το ίδιο εύκολο να οδηγηθεί σε φασιστικά,
ναζιστικά μονοπάτια εκθειασμού της «σιδηράς πυγμής», του Φύρερ, του μεγάλου
ηγέτη που σέρνει ξωπίσου του το ανώνυμο πλήθος ως όχλο, όπως και να εμφανιστεί
με τον μανδύα του δήθεν επαναστάτη που θεωρεί ότι με δυναμικές κινήσεις και
ενέργειες μιας μικρής ομάδας θα «ξυπνήσει» ο κόσμος. Πρόκειται για δυο όψεις
της ίδιας νοσηρής μικροαστικής ιδεολογίας που είναι εξίσου επικίνδυνες για το
κίνημα και η μια τροφοδοτεί την άλλη.
Δεν είναι η πρώτη φορά που απασχολεί το κίνημα και τους
αγωνιστές του ο τρόπος αντίδρασης και πάλης ενάντια σ’ ένα καθεστώς που
στοχεύει στην εξόντωση της κοινωνίας. Η σύγκρουση ανάμεσα στον εξουθενωμένο
μικροαστούλη που δεν μπορεί να περιμένει την οργανωμένη και συλλογική δράση του
ίδιου του λαού, που του πέφτει βαριά η καλογερική της επίμονης και υπομονετικής
δουλειάς μέσα στις μάζες, που ντύνει την ανίατη ψυχοπαθολογία του με ξοφλημένες
εδώ και αιώνες θεωρίες περί δυναμικών ενεργειών και μειοψηφιών και στον αληθινό
λαϊκό αγωνιστή που ξέρει πολύ καλά ότι μόνο μέσα από τον λαό και μαζί με το λαό
υπάρχει ελπίδα, προηγείται πάντα κάθε τελικής αναμέτρησης με το καθεστώς που
πρέπει να ανατραπεί.
Κι αυτή η σύγκρουση πρέπει να διεξαχθεί με όλη την
σκληρότητα που οφείλει να διέπει μια αναμέτρηση ανάμεσα σε δυο διαφορετικά είδη
του ζωικού βασιλείου. Το ίδιο και στην κοινωνία. Αν δεν ξεκαθαρίσουμε
αποφασιστικά με όλους αυτούς που νομίζουν ότι η δική τους μοναδική θέληση, οι
φαντασιώσεις τους για αυτοθυσίες και ηρωισμούς μέσα από δυναμικές ενέργειες
αδιαφορώντας για την κατάσταση του λαού, τον βαθμό οργάνωσης και ετοιμότητάς
του, τότε είναι σίγουρο ότι θα οδηγηθούμε σε πανωλεθρία.
Η ηθική της αυτοθυσίας και του ηρωισμού, η ηθική των «λίγων
και καλών», υπήρξε ανέκαθεν το βολικό άλλοθι για τον πρακτικό εκμαυλισμό των
αγωνιστών κάθε εποχής. Από την εποχή των μυστικών χριστιανικών κοινοτήτων, έως
τους πλέον ακραιφνείς «καταστροφείς» του καπιταλισμού, η ηρωική αποθέωση
προσώπων και ιδεών, συνοδευόταν ανέκαθεν από την ηθική, ιδεολογική και πολιτική
απαξίωση της συλλογικής δράσης. Γι’ αυτό και αρκετά νωρίς, ήδη από τα μέσα του
19ου αιώνα, μερικοί από τους πιο φωτισμένους επαναστάτες θεωρούσαν ότι η «υλική
δύναμη» της επανάστασης μπορεί να συγκροτηθεί, να σταθεί στα πόδια της, μόνο
στο βαθμό που ξεκόβει οριστικά από τις «ηρωικές εποχές», δηλαδή από τις εποχές
που για να κινητοποιηθεί χρειαζόταν μεγάλους ήρωες και φανατικούς μάρτυρες.
Ο Ρώσος επαναστάτης δημοκράτης των μέσων του 19ου αιώνα,
Πιοτρ Λαβρόφ, διαπίστωνε ότι η υλική δύναμη της επανάστασης «στο μεγαλύτερο
μέρος της ξοδεύεται μάταια, σε κάθε άδειο και ασήμαντο πραγματάκι που μόλις
χτυπά στο μάτι. Άνθρωποι χάνονται για τα συμπτώματα του κακού, ενώ η ουσία του
παραμένει αδιάβλητη. Τα βάσανα δεν μειώνονται αλλά πιθανά και να αυξάνονται,
γιατί καθώς ο αγώνας εντείνεται η έχθρα μεταξύ των ανταγωνιστών αναπτύσσεται. Η
διχόνοια και η πολυδιάσπαση εμφανίζεται στις ίδιες τις τάξεις των σταυροφόρων,
γιατί όσο πιο φλογερός γίνεται ο αγώνας τους, τόσο πιο ζηλόφθονα παρακολουθεί ο
ένας τον άλλο. Μιας και παρ’ όλη την ενεργητικότητα και τις θυσίες τους, τα
αποτελέσματα είναι ασήμαντα… Για να μην σπαταλιέται άδικα η υλική δύναμη πρέπει
να οργανωθεί… Η εποχή για ασυνείδητα βάσανα και όνειρα έχει περάσει. Η εποχή
για ήρωες και φανατικούς μάρτυρες, για κατασπατάληση της δύναμης και για
μάταιες θυσίες, έχει επίσης περάσει. Έχει έρθει η εποχή για ψύχραιμους,
συνειδητούς τεχνίτες, για καλά υπολογισμένα χτυπήματα και για ακλόνητη, υπομονετική
δράση…»[1].
Όσοι απαξιώνουν την συντεταγμένη δουλειά στις γειτονιές,
εκεί όπου βρίσκεται ο λαός, εκεί όπου εργάζεται για να οργανωθεί και ο ίδιος να
πάρει την υπόθεση στα χέρια του, δεν έχουν ούτε καν συναίσθηση του τι σημαίνει
δημοκρατία. Αν ο ίδιος ο λαός δεν κινηθεί, αν ο ίδιος ο λαός δεν μάθει να
αγωνίζεται και να αντιπαρατίθεται με την εξουσία με σκοπό να την ανατρέψει, πώς
θα ξέρει τι να οικοδομήσει, πώς θα ξέρει τι σημαίνει και πώς πρέπει να
οικοδομηθεί η δημοκρατία σύμφωνα πάντα με τα συμφέροντά του; Είναι σίγουρο ότι
ο λαός δεν κινείται όλος μονομιάς. Δεν ωριμάζει ισόμετρα, ούτε η συνείδησή του
είναι ενιαία. Πάντα χρειάζονται κάποιοι λίγοι που στην αρχή σηκώνουν το βάρος
της κινητοποίησης του κόσμου. Στο βαθμό που αυτοί οι πρωτοπόροι μαθαίνουν να
δουλεύουν μέσα στον λαό και να λειτουργούν ως καταλύτης για την αυτοτελή και
ανεξάρτητη οργάνωση του ίδιου του λαού με σκοπό ο ίδιος ο λαός να βγει στο
προσκήνιο της αναμέτρησης και όχι κάποιοι άλλοι αντ’ αυτού, τότε εκπληρώνουν
την ιστορική τους αποστολή ακόμη κι αν ηττηθούν.
Όσοι όμως νομίζουν ότι με δυναμικές ενέργειες θα
πυροδοτήσουν την αφύπνιση του κοιμισμένου λαού, τότε αυτοί είναι άκρως
επικίνδυνοι για το κίνημα. Αντιλαμβάνονται τον λαό σαν όχλο που θέλει έξωθεν, ή
άνωθεν παρακίνηση χωρίς να έχει την δυνατότητα ανεξάρτητης δράσης. Την οργάνωση
την κατανοούν με όρους κλίκας, ένα είδος συνωμοτικής μυστικής εταιρείας, σαν
αδελφότητα του μεσαίωνα, σαν Μασονική Στοά, ή σαν τις societas των Ιησουιτών. Και σε μια
τέτοια μορφή οργάνωσης δεν μπορεί παρά να ανθεί η διαβολή, η συκοφαντία, το
ψέμα, η ανεπάρκεια, η μετριότητα, η σκοπιμότητα, το δηλητήριο, ακόμη και η
δολοφονία. Η πιο αισχρή μορφή συνομωτισμού, ήταν εκείνη που εισήγαγε ένας από
τους πρωτεργάτες του είδους, ο Ρώσος μηδενιστής Νετσάγιεφ. Ο Σεργκέι Νετσάγιεφ
(1847 – 1882) υπήρξε ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της άποψης που ταύτιζε
την επαναστατική οργάνωση με τις μυστικές εταιρείες του μεσαίωνα, που ως
πρότυπό τους είχαν την societas των
Ιησουιτών. Η άποψή του ήταν ότι μια μικρή ομάδα αφοσιωμένων επαναστατών
μπορούσε να προκαλέσει την επανάσταση πνίγοντας στο αίμα το τσαρικό καθεστώς με
σειρά δυναμικών ενεργειών.
Ίσως η πιο χαρακτηριστική «επαναστατική» πράξη του ήταν η εν
ψυχρώ δολοφονία του συντρόφου του Ιβανόφ το 1869, όταν ο τελευταίος διέπραξε το
θανάσιμο αμάρτημα να διαφωνήσει με την άνωθεν «γραμμή». Η υιοθέτηση της αστικής
ανηθικότητας ως ιδανικό του επαναστάτη, έφτασε στο απόγειό της με την Κατήχηση
ενός Επαναστάτη που συνέγραψε ο ίδιος ο Σεργκέι Νετσάγιεφ. Η Κατήχησηγραμμένη
με τη μορφή αριθμημένων παραγράφων σχετικά με το πώς πρέπει να είναι, να
σκέφτεται και να δρα ο επαναστάτης, περιλάμβανε θέσεις σαν τις παρακάτω:
«§ 3. Ένας επαναστάτης περιφρονεί κάθε θεωρητική δοξασία και
αρνείται την εγκόσμια επιστήμη αφήνοντάς την για τις μελλοντικές γενιές.
Γνωρίζει μόνο μια επιστήμη, εκείνη της καταστροφής…
§ 4. Περιφρονεί την κοινή γνώμη. Περιφρονεί και μισεί την
υπάρχουσα κοινωνική ηθική με όλες τις παρορμήσεις της και όλες τις εκδηλώσεις
της. Γι’ αυτόν, ηθικό είναι οτιδήποτε ευνοεί το θρίαμβο της επανάστασης, ενώ
οτιδήποτε τον εμποδίζει είναι ανήθικο και εγκληματικό…
§ 6. Αυστηρός με τον εαυτό του, πρέπει να είναι το ίδιο
αυστηρός και με τους άλλους. Όλα τα συναισθήματα στοργής, όλα τα αισθήματα της
συγγένειας, της φιλίας, της αγάπης και της ευγνωμοσύνης που τον κάνουν μαλθακό,
πρέπει να πνιγούν μέσα του από ένα μοναδικό και ψυχρό πάθος για την υπόθεση της
επανάστασης. Γι’ αυτόν υπάρχει μόνο μία ευχαρίστηση, μία παρηγοριά, μία
ανταμοιβή και μία ικανοποίηση: η επιτυχία της επανάστασης…
§ 13. Ένας επαναστάτης εισέρχεται στον κόσμο του Κράτους,
στον κόσμο των τάξεων, στον επονομαζόμενο πολιτισμένο κόσμο και ζει μέσα σ’
αυτόν μόνο και μόνο γιατί πιστεύει στην επικείμενη και ολοκληρωτική καταστροφή…
Δεν πρέπει να διστάζει μπροστά στην καταστροφή οποιασδήποτε θέσης, δεσμού ή
ανθρώπου που ανήκει σ’ αυτόν τον κόσμο. Πρέπει να μισεί τα πάντα και όλους
εξίσου…
§ 15. Το σύνολο αυτής της μιαρής κοινωνίας πρέπει να
διαιρεθεί σε μερικές κατηγορίες. Η πρώτη απαρτίζεται από εκείνους που είναι
καταδικασμένοι σε θάνατο δίχως καθυστέρηση. Οι σύντροφοι πρέπει να καταρτίσουν
καταλόγους με αυτούς τους καταδικασμένους στη βάση του πόσο είναι επιβλαβείς
για την επιτυχία της υπόθεσης της επανάστασης, έτσι ώστε να ξεφορτωθούμε τους
πρώτους αριθμούς πριν τους άλλους…
§ 17. Η δεύτερη κατηγορία θα πρέπει να απαρτίζεται από
ανθρώπους που τους επιτρέπεται να ζήσουν προσωρινά, έτσι ώστε μέσα από μια
σειρά από τερατώδεις πράξεις να οδηγήσουν το λαό στην αναπόφευκτη εξέγερση.
§ 18. Η τρίτη κατηγορία καλύπτει έναν μεγάλο αριθμό από
κτήνη σε υψηλές θέσεις που ξεχωρίζουν όχι για το μυαλό τους, ούτε για την ενέργειά
τους, αλλά οι οποίοι λόγω της θέσης τους, διαθέτουν πλούτο, διασυνδέσεις,
επιρροή και εξουσία. Πρέπει να τους εκμεταλλευτούμε με κάθε δυνατό τρόπο, να
τους ξεγελάσουμε, να τους μπερδέψουμε, και όποτε κάτι τέτοιο είναι δυνατό να
τους κάνουμε σκλάβους μας γνωρίζοντας τα βρώμικα μυστικά τους. Μ’ αυτόν τον
τρόπο η εξουσία τους, οι διασυνδέσεις τους, η επιρροή τους και ο πλούτος τους
θα γίνει ένας ανεξάντλητος θησαυρός και μια ανεκτίμητη βοήθεια για τις ποικίλες
επιχειρήσεις μας.
§ 19. Η τέταρτη κατηγορία απαρτίζεται από ποικίλους
άνδρες στην υπηρεσία του Κράτους και φιλελεύθερους διαφόρων αποχρώσεων.
Μπορούμε να συνωμοτήσουμε μαζί τους στη βάση του δικού τους προγράμματος,
προσποιούμενοι ότι τους ακολουθούμε τυφλά. Πρέπει να τους κάνουμε να πέσουν στα
χέρια μας, με το να αρπάξουμε τα μυστικά τους και να τους εκθέσουμε πλήρως,
έτσι ώστε η υποχώρηση γι’ αυτούς να είναι αδιανόητη και να τους αξιοποιήσουμε
για να προκαλέσουμε φασαρίες στο εσωτερικό του Κράτους.
§ 20. Η πέμπτη κατηγορία αποτελείται από τους θεωρητικούς,
συνωμότες, επαναστάτες, όλους εκείνους που φλυαρούν στις συνελεύσεις και στο
χαρτί. Θα πρέπει μονίμως να ενθαρρύνονται και να παρασύρονται σε άμεσες
και ριψοκίνδυνες διαδηλώσεις οι οποίες θα έχουν σαν αποτέλεσμα την εξόντωση της
πλειοψηφίας και την μετατροπή των υπολοίπων σε πραγματικούς επαναστάτες.
§ 21. Η έκτη κατηγορία είναι πολύ σημαντική – οι
γυναίκες, οι οποίες πρέπει να διαιρεθούν σε τρεις τάξεις: Η πρώτη, άχρηστες
γυναίκες δίχως κότσια ή καρδιά, που πρέπει να τις εκμεταλλευτούμε με τον ίδιο
τρόπο όπως την τρίτη και τέταρτη κατηγορία των ανδρών. Η δεύτερη, φλογερές,
αφοσιωμένες και ικανές γυναίκες, που παρόλα αυτά δεν είναι μαζί μας γιατί δεν
έχουν ακόμη φτάσει σε μια πρακτική και απερίφραστη επαναστατική συνείδηση, θα
πρέπει να χρησιμοποιηθούν όπως η πέμπτη κατηγορία των ανδρών. Τέλος, γυναίκες
που είναι ολοκληρωτικά μαζί μας, οι οποίες δηλαδή έχουν πλήρως μυηθεί και έχουν
αποδεχτεί το πρόγραμμά μας στο σύνολό του. Θα πρέπει να τους συμπεριφερθούμε
σαν να ήταν οι πιο ανεκτίμητοι θησαυροί μας, μιας και χωρίς την δική τους
βοήθεια δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε…»[2].
Πόσες και πόσες φορές δεν τα έχουμε ακούσει όλα αυτά – με
ποικίλες παραλλαγές – να λέγονται σήμερα από δήθεν φλογερούς επαναστάτες που
δεν μπορούν να περιμένουν τον ηλίθιο λαό πότε θα ξυπνήσει, ούτε το μεγαλείο
τους μπορεί να ξεπέσει τόσο χαμηλά ώστε να δουλέψει συστηματικά στις γειτονιές
για να οργανώσει τον λαουτζίκο. Δεν προλαβαίνουμε, σου λένε και βουρ για την
δική τους προσωπική επανάσταση που ταιριάζει απόλυτα στο «Άκου Ανθρωπάκο»
του Βίλχελμ Ράιχ. Το όλο σύστημα αυτής της «επαναστατικής ηθικής» δεν είναι
τίποτε περισσότερο πέρα από την «εξιδανίκευση του ληστοσυμμορίτη ως πρότυπο
του επαναστάτη.»[3]
Πνευματικά ασήμαντος, πιστός όπως κάθε θρησκόληπτος,
εθισμένος απόλυτα στην ίντριγκα και την απάτη, συναισθηματικά πορωμένος και με
συνείδηση αλήτη, ήταν ο ιδανικός τύπος του επαναστάτη που επιχείρησε να
επιβάλει το δόγμα Νετσάγιεφ και αποτέλεσε έκτοτε υπόδειγμα ανηθικότητας και
μετατροπής της ηθικής του υπόκοσμου σε «επαναστατική στάση ζωής». Μόνο που η
στάση αυτή δεν παράγει αληθινούς επαναστάτες, αλλά δαιμονισμένους,
των οποίων τη νοσηρή ψυχογραφία έχει αποδώσει με εξαιρετικό τρόπο ένας μαιτρ
του είδους, ο Φ. Ντοστογέφσκι, στο ομώνυμο βιβλίο του, που το εμπνεύστηκε από
τον Νετσάγιεφ και τη δολοφονία του Ιβανόφ.
Δαιμονισμένοι σαν τον Νετσάγιεφ ήταν ανέκαθεν και παραμένουν
έως σήμερα όσοι νομίζουν ότι δυναμικές μειοψηφίες με πράξεις ένοπλης ή μη
αναμέτρησης με τον λαό στην γωνία, ή στο σπίτι του, θα επιφέρουν την ανατροπή.
Η λογική τους «είναι ο ατομισμός τραβηγμένος μέχρι τα άκρα. Κανένας άλλος
δεν το έχει δείξει καθαρότερα από τον Στίρνερ στο βιβλίο του «Ο Μοναδικός και η
Ιδιοκτησία του.» Όμως αυτό το δόγμα της σπουδαιότητας του ατόμου – τραβηγμένο
ως τις πιο ακραίες συνέπειές του – εξηγεί το πώς άνθρωποι που δεν έχουν τη
δυνατότητα για συγκροτημένη σκέψη, που παρασύρονται εύκολα από πάθη και
παρορμήσεις, ή επηρεάζονται εύκολα από ύποπτους εξωτερικούς ψιθύρους και
υπαινιγμούς, επιτίθενται με φυσική βία εναντίον ατόμων που κατέχουν θέσεις
ισχύος, γιατί θεωρούν αυτά τα άτομα υπεύθυνα για τα κακά της κοινωνίας. Μόνο μ’
αυτόν τον τρόπο είναι δυνατή η σκέψη: «Αν πετύχουμε να παραμερίσουμε ένα ισχυρό
άτομο, τότε έχει διαπραχθεί μια μεγαλειώδης, ηρωική πράξη για την απελευθέρωση
της ανθρωπότητας.» Στο σκοτεινό νου όσων σκέφτονται έτσι, η σκέψη αυτή
συνδέεται με την ιδέα: «Δεν έχει καμιά σημασία ποιος θα χτυπηθεί αρκεί το θύμα
να ανήκει στα ανώτερα κλιμάκια.»»[4] Ο
κοινωνικός αυτοματισμός που θέλει να επιβάλει το καθεστώς από την ανάποδή του.
Αντίθετα οι αληθινοί επαναστάτες, αυτοί που πάντα επενδύουν
στην αυτοτελή και ανεξάρτητη δράση των μαζών, στην οργάνωση του ίδιου του λαού,
απαντούσαν ανέκαθεν στην μικροαστική ανυπομονησία των άπειρων και των αφελών,
που εύκολα πέφτουν θύματα των ανισσόροπων Νετσάγιεφ κάθε εποχής, ως εξής: «Όσο
κι αν είναι φυσική η επιθυμία των μαζών των εργαζομένων να απελευθερωθούν
σήμερα, αντί για αύριο, από την κοινωνική εξαθλίωση και την οικονομική και
πολιτική καταπίεση, ξέρουμε πώς δεν θα είναι δυνατό για εμάς να επιτευχθεί ο
στόχος μας νωρίτερα από όταν η γενική ανάπτυξη, την οποία προσπαθούμε να
επιταχύνουμε με την οργάνωση των εργατικών τάξεων για τον αγώνα, θα έχει
προχωρήσει σε σημείο τέτοιο, ώστε θα είναι αρκετά ισχυρή για να μετασχηματίσει
την κοινωνία. Από αυτή την σκοπιά μπορούμε και πρέπει να αντιμετωπίσουμε ως
εχθρούς και να αγωνιστούμε με αποφασιστικότητα ενάντια σε όλα εκείνα τα πρόσωπα
που βρίσκονται στην εξουσία, που μας αντιτίθενται, αλλά εμείς δεν πρόκειται
ποτέ να φανταστούμε ότι με την αφαίρεση αυτών των ατόμων δια της βίας θα έχουμε
κερδίσει κανένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα. Αντίθετα, τα πανιά της αντίδρασης θα
φουσκώσουν από άνεμο.»[5]
Η δουλειά μας είναι μέσα στον κόσμο. Όσο δύσκολο κι αν
είναι. Όταν ολόκληρο το σύστημα διδάσκει τον λαό, όπως έγραφε ο Μαρξ, «τη
δειλία, την αυτοπεριφρόνηση, τον εξευτελισμό, την υποτακτικότητα και την
ταπεινότητα, με λίγα λόγια, όλες τις ιδιότητες του όχλου», η
δουλειά ενός αληθινού αγωνιστή είναι να παλέψει με κάθε τρόπο ώστε ο λαός να
μην επιτρέψει να τον μεταχειριστούν σαν όχλο, γιατί«χρειάζεται
το κουράγιο, την αυτοπεποίθηση, την υπερηφάνεια και το αίσθημα ανεξαρτησίας
περισσότερο ακόμη κι απ’ το ψωμί του.»[6] Όσοι
λοιπόν ονειρεύονται μικρές συνωμοτικές ομάδες που επιδίδονται σε δυναμικές
ενέργειες μπας και ξυπνήσει ο κόσμος, έχουν κάνει την επιλογή τους. Βρίσκονται
στην αντίπερα όχθη, έστω κι αν δεν το καταλαβαίνουν. Αντιλαμβάνονται και
μεταχειρίζονται τον λαό σαν όχλο. Έχουν εκφυλιστεί τόσο πολύ ώστε να
εκλαμβάνουν ως επαναστατική την σάπια ηθική και την αντίληψη της ζωής που τους
έχει ποτίσει το καθεστώς, έστω κι αν εμφανίζονται να το αντιμάχονται. Μόνο κακό
μπορούν να κάνουν στον εαυτό τους και σε όποιον άλλον πάρουν στο λαιμό τους. Η
ιστορία των κοινωνικών κινημάτων βρίθει από τέτοια παραδείγματα.
Η ιστορία αυτή επαναλήφθηκε και την εποχή της ναζιστικής
κατοχής όπου υπήρχαν και τότε εκείνοι που έβλεπαν στις δυναμικές ενέργειες την
λύση. Ειδικά τα πρώτα χρόνια όπου κυριαρχούσε στον ελληνικό λαό η μοιρολατρία,
η απογοήτευση, η ψυχική παράδοση στον κατακτητή και μόνο λίγοι επέμεναν και
οργάνωναν αργά και βασανιστικά την μαζική λαϊκή αντίσταση, οι φωνές που ήθελαν
δυναμικές ενέργειες ήταν πολλές. Εμφανίζονταν μάλιστα και ως άκρως
επαναστατικές, έναντι εκείνων που επέμεναν να δουλεύουν με τον λαό που δεν
φαινόταν να καταλαβαίνει, ούτε να συμμερίζεται την ανάγκη για αντίσταση. Οι
τελευταίοι ήταν εκείνοι που πρωτοστάτησαν στην δημιουργία του Εθνικού
Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), που στα πρώτα χρόνια της κατοχής ήταν μια μικρή
σχετικά αντιστασιακή ομάδα εν μέσω δεκάδων άλλων. Πολλές απ’ αυτές λοιδορούσαν
τους ΕΑΜίτες και την προσπάθειά τους να κινήσουν τον λαό ακόμη και σε μορφές
παθητικής αντίστασης.
Αυτές εκθείαζαν τον ηρωισμό των «λίγων και καλών» που είναι
ικανοί για δυναμικές ενέργειες, για δολοφονίες, για σαμποτάζ, κοκ. Να πώς
απαντούσαν οι ΕΑΜίτες τον Μάιο του 1942: «Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες της
εξαθλίωσης, των μαζικών θανάτων απ’ την πείνα, της λεηλασίας, των διώξεων,
τουφεκισμών και εμπρησμών χωριών και πόλεων που δημιούργησαν οι ξένοι
κατακτητές και τα όργανά τους, είνε πολύ εύκολα να ξεφυτρώνουν και πολλές
στραβές αντιλήψεις όσον αφορά τον τρόπο και τις μέθοδες στην αντιμετώπιση της
κατάστασης… ο εξτρεμισμός δεν πιστεύει στη δυνατότητα της λαϊκής κινητοποίησης
και της μαζικής δύναμης, περιφρονεί τη λαϊκή δύναμη, αρνείται τη χρησιμοποίηση
της πλατειάς μαζικής κινητοποίησης σαν μέσο πάλης και καταλήγει στη θεωρία της
«σοβαρής» πάλης των λίγων αλλά «καλών». Απ’ τη βασική αυτή εξτρεμιστική
αντίληψη πηγάζει και η εξτρεμιστική τακτική – δηλαδή της οργάνωσης και των
μορφών και των μεθόδων πάλης – που το πιο έκδηλο χαρακτηριστικό είναι η κούφια
«υπερεπαναστατική» φρασεολογία. Στηριζόμενος στη θεωρία των «λίγων και καλών» ο
εξτρεμισμός περιφρονεί και αρνείται την πλατειά συνδικαλιστική οργάνωση καθώς
και όλες τις λαϊκές οργανώσεις και στηρίζεται στις στενές «συνωμοτικές ομάδες
παλληκαράδων» που στέκονται μακριά απ’ τον «αμόρφωτο όχλο». Είνε «αδιάλλακτος»
δεν κάνει συμβιβασμό ούτε και ελιγμό, δεν καταδέχεται να καταπιαστεί με
«μικροζητήματα» ούτε και με «μικρές» μορφές πάλης – τραβάει ίσα στην
«επανάσταση». Τους αντιπάλους που τον εμποδίζουν στο δρόμο του νομίζει πώς
μπορεί να τους κανονίσει ακόμα και με την κουμπούρα των «παλληκαράδων» του
(ατομικές τρομοκρατικές μέθοδες). Αν και στην ουσία είνε κι αυτό κούφια
φρασεολογία και τίποτα άλλο… Δεν είνε δύσκολο να δούμε που οδηγεί ο εξτρεμισμός
και η τακτική του. Στην απομόνωση απ’ την πλατειά μάζα του λαού που αποτελεί τη
μοναδική αποτελεσματική δύναμη τόσο στη διεκδίκηση των καθημερινών απαιτήσεων
της ζωής, όσο και στη γενικότερη λαϊκή νίκη…»[7]
Σε αντίθεση με τους «εξτρεμιστές» της εποχής εκείνης, οι
πρωτεργάτες της εποποιίας της μαζικής λαϊκής αντίστασης την εποχή της
ναζιστικής κατοχής ήθελαν μια μορφή οργάνωσης που να «πιστεύει πέρα για πέρα
στην αποτελεσματικότητα της μαζικής λαϊκής δύναμης και πάλης και μόνο σ’ αυτή.
Οργανώνει τους εργάτες και όλο το λαό μέσα στις πιο πλατειές οργανώσεις, ζει
κινείται και παλεύει από μέσα απ’ τις οργανώσεις αυτές μαζύ με όλο το λαό γιατί
μόνο έτσι μεγαλώνει στον υπέρτατο βαθμό η μαζική λαϊκή πίεση και δράση.
Καταπιάνεται με τη διεκδίκηση των πιο μικρών απαιτήσεων της ζωής του λαού.
Αρχίζει από τη χρησιμοποίηση των πιο απλών και στοιχειωδών μορφών ομαδικής
πάλης για να πείσει τη μάζα με την ίδια τη δική της πείρα για την ανάγκη
μεγαλύτερων μαζικών αγώνων και όσο το πετυχαίνει, τόσο περνάει στις ανώτερες
μορφές λαϊκής πάλης. Αυτό θα πει ότι δεν είναι στο χέρι μας να προσδιορίσωμε
εμείς τις απαιτήσεις και μορφές πάλης κατά τη θέλησή μας – αλλά χρειάζεται
δουλειά, πολύ δουλειά να πείσουμε και όλους τους άλλους – το λαό – για το ότι
πρέπει να γίνει έτσι που το λέμε εμείς και να τους κάνουμε να παλαίψουν μαζί
μας. Αλλιώτικα θα βγούμε έξω απ’ το λαό, θα απομονωθούμε, θα μείνουμε καπετάν
ένας και θα κάνουμε μια τρύπα στο νερό σε βάρος μας και σε βάρος του λαού.»[8]
Αυτά βέβαια τα άκουγαν βερεσέ όσοι ονειρεύονταν εκρήξεις και
μάχες εκ του συστάδην και εκ παρατάξεως ως λύτρωση από τον κατακτητή. Να πώς
απαντούσαν εκείνοι που τελικά ηγήθηκαν του πιο μαζικού και αυθεντικά λαϊκού
αντιστασιακού κινήματος στην κατεχόμενη Ευρώπη, που ήταν επίσης και το μόνο που
απελευθέρωσε την χώρα του πριν καταφθάσουν οι σύμμαχοι: «Δε συχαινόμαστε τα
αίματα και ούτε λυπόμαστε τη ζωή των καταχτητών και των χαφιέδων τους μα απ’
αυτούς θα γλυτώσουμε μόνο όταν κάνουμε ικανό όλο το λαό ή το μεγαλύτερο μέρος
του – να παλαίψει οργανωμένα και ομαδικά εναντίον τους. Αλλοιώτικα θα
ξεμπερδεύεις έναν (αν το καταφέρεις κι αυτό) και θα ξεφυτρώνουν στη θέση του
δέκα και το χειρότερο που με τις μέθοδες αυτές τον βοηθάς γιατί απομακρύνεσαι
απ’ τις μέθοδες της ομαδικής λαϊκής πάλης που είναι ο μοναδικός τρόπος
πραγματικού ξεμπερδέματος της πηγής του κακού. Δεν διστάζουμε καθόλου να
ενισχύσουμε και να πλατύνωμε τον εθνοαπελευθερωτικό ανταρτοπόλεμο. Μα αυτό δεν
είνε ατομική τρομοκρατική πράξη και ούτε και γίνεται όποτε και όπως μας αρέσει
εμάς και κάθε άλλον. Είνε μέρος του λαϊκού κινήματος που κάτω από ωρισμένες
συνθήκες διώξεων και πιέσεων του κατακτητή ωριμάζει και περνά σε ανώτερες –
ένοπλες μορφές λαϊκής πάλης. Μα και σε τούτη την περίπτωση ο λαϊκός παράγοντας
είναι επίσης όπως πάντα αποφασιστικός. Κανένα αντάρτικο κίνημα οσοδήποτε πλατύ
και να είνε δεν μπορεί να προκόψει και να δώσει σοβαρά αποτελέσματα παρά μόνο
όταν ενισχύεται και υπερασπίζεται από το λαό. Γιαυτό και δεν πρέπει να ξεφεύγει
ρούπι απ’ τον εθνοαπελευθερωτικό του σκοπό, γιαυτό πρέπει να είναι ο ένοπλος
προστάτης του λαού, γιαυτό πρέπει να είνε σε θέση ναπαντά στα αντίποινα που
εφαρμόζει ο κατακτητής κατά του πληθυσμού, με διπλάσια και τριπλάσια αντίποινα
εναντίον του. Το σαμποτάζ κατά του καταχτητή μέσα σε συνθήκες που αυτός
βρίσκεται σε θανάσιμη ένοπλη σύγκρουση… – δεν έχει καμμιά σχέση με τον
εξτρεμισμό. Κακό θα ήταν μόνο στην περίπτωση που θα αφήναμε τις βασικές μορφές
πάλης, δηλαδή τον ομαδικό λαϊκό αγώνα και θα ανεβάζαμε το σαμποτάζ σαν την
μοναδική μορφή πάλης και θα ασχολούμεθα μόνο ή κυρίως μαυτό. Αλλά σαν
συμπλήρωμα του μαζικού λαϊκού αγώνα χρειάζεται καλή οργάνωση της δουλειάς αυτής
και εκλογή στόχων που έχουν σοβαρή αξία στον κατακτητή και όχι κουτουρού και
ό,τι βρεθεί μπροστά μας.»[9]
Όλα αυτά γράφονταν σε μια περίοδο ανάλογη με την δική μας
σήμερα. Η κοινωνία είχε παντελώς «καθίσει», έμοιαζε να είχε παραδοθεί στη μοίρα
της και στον κατακτητή. Όσο αντιστέκονταν ήταν εξαιρετικά λίγοι και με
πανσπερμία διαφορετικών οργανώσεων. Αυτό που κυριαρχούσε ήταν η μοιρολατρία. Να
τι έγραφε ο δάσκαλος της αντίστασης, ο Δημήτρης Γληνός, τον Ιούνη του 1942: «Μέσα
στην σκληρότατη και απάνθρωπη σκλαβιά, την πείνα, την αρρώστεια και την
εξαθλίωση, όπου έριξαν τον ελληνικό λαό οι βάρβαροι καταχτητές του, υπάρχει κι
ένας ακόμη εχθρός, ίσως ο πιο επικίνδυνος απ’ όλους. Ο εχθρός αυτός είναι
κείνος που καλλιεργεί τη μοιρολατρεία και την ψυχική νάρκωση, όπου έχουνε
συμφέρο να μας ρίξουν οι καταχτητές μας και οι κάθε λογής σύμμαχοί τους φανεροί
και κρυφοί.»[10]
Γιατί θεωρούσε ο Γληνός την μοιρολατρία και την ψυχική
νάρκωση του λαού ως τον πιο επικίνδυνο εχθρό; Διότι αυτό κυριαρχούσε την εποχή
εκείνη στην ελληνική κοινωνία, στα πολύ πλατιά στρώματα του λαού, τα οποία
κάθονταν στ’ αυγά τους, σήκωναν ψηλά τα χέρια και επαναλάμβαναν μονότονα ότι
δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Παρά τα βάσανα, την πείνα, τους νεκρούς και τις θηριωδίες
των καταχτητών. Ο Γληνός ξεχώριζε δυο μορφές μοιρολατρίας: «Η μια μορφή
μοιρολατρείας είναι κείνη, που ψυθιρίζει στον καθένα μας, πώς είμαστε πολύ
μικροί κι αδύνατοι για να αντισταθούμε στην κολοσσιαία υπεροχή της δύναμης που
έχουν απέναντί μας οι εχθροί… Ό,τι έγινε λοιπόν έγινε. Νικηθήκαμε, χάσαμε τα
πάντα. Ας υποταχτούμε στη μοίρα μας και ας κυτάξει ο καθένας να βολέψει τον
εαυτούλη του καταφέροντάς τα όπως μπορεί, πιάνοντας σχέσεις, λυγίζοντας τη ράχη
του μπροστά στον κατακτητή, προσφέροντας του υπηρεσίες διάφορες, δίνοντας ακόμα
και τη γυναίκα ή την κόρη του ή την αδελφή του στα λάγνα χάδια της ακολασίας ή
κλείνοντας τα μάτια του απέναντι στην αγοραπωλησία της σάρκας… Η δεύτερη μορφή
της μοιρολατρίας είναι κείνη, που ψιθυρίζει στ’ αυτό του καθενός μας, πώς κάθε
αντίσταση και κάθε αγώνας ενάντια στον εχθρό είναι άσκοπος και κάθε θυσία
μάταιη, αφού έτσι κι αλλιώς άλλοι αγωνίζονται να μας λυτρώσουν και θα μας
λυτρώσουν. Οι Εγγλέζοι και οι Αμερικάνοι, οι Ρώσοι και οι Κινέζοι, όλοι αυτοί
παλεύουν τώρα και για λογαριασμό δικό μας. Εμείς αρκετά αγωνιστήκαμε και τα
πάθαμε, ας καθήσουμε τώρα ήσυχοι. Ας σταυρώσουμε τα χέρια και ας περιμένουμε τη
λευτεριά σα δώρο απ’ τους άλλους.»[11]
Μήπως δεν κυριαρχούν οι δυο αυτές μορφές μοιρολατρίας
σήμερα; Δεν είναι αυτές που προπαγανδίζουν συνέχεια μνημονιακές και
αντιμνημονιακές δυνάμεις; Όλες αυτές οι αμπελοφιλοσοφικές θεωρήσεις περί
«διεθνών διασκέψεων» και «διεθνών λύσεων», μαζί με την δια της αναθέσεως
σωτηρία σε συγκεκριμένα κόμματα, δεν αποτελούν την σύγχρονη εκδοχή της δεύτερης
μορφής της μοιρολατρίας; Φαίνονταν τόσο άσχημα τα πράγματα στην ψυχολογία των
λαϊκών μαζών, που αρκετοί ήταν εκείνοι που έβρισκαν καταφύγιο σε λογικές αντάρτικου
και δυναμικών ενεργειών. Ωστόσο ο Γληνός επέμενε: «Τώρα κατανοούμε, πώς ένας
λαός δεν μπορεί ν’ αγωνιστεί για τη λευτεριά του αναθέτοντας το έργο αυτό σε
λίγα άτομα, ή σε μερικές ομάδες, ή σε μερικά μπουλούκια, ή σε λίγους
τρομοκράτες, ή σε λίγους επαγγελματίες των αγώνων. Μαζική πάλη σημαίνει πάλη
ολόκληρου του λαού. Και επειδή ο απελευθερωτικός αγώνας δεν μπορεί να φτάσει
ποτέ σε αποτέλεσμα αν γίνεται από ασύνταχτα πλήθη, ή από μπουλούκια, μαζική
πάλη σημαίνει οργανωμένη πάλη, πάλη του λαού οργανωμένου και κινητοποιημένου
ολόκληρου προς ένα σκοπό. Απαραίτητη λοιπόν και πρώτη προϋπόθεση της μαζικής
πάλης είνε η οργάνωση ολόκληρου του λαού μέσα στα οργανωτικά πλαίσια, που δίνει
η ίδια η ζωή του λαού…Η παλλαϊκή λοιπόν οργάνωση είνε η πρώτη κι απαραίτητη προϋπόθεση
για τον παλλαϊκό αγώνα μαζικό αγώνα. Το να σπρώξουμε λοιπόν όλο το λαό σ’ αυτή
την οργάνωση και το να πετύχουμε σε όσο μπορεί μεγαλύτερο βαθμό την οργάνωση
αυτή είναι ο πρώτος, ο αμεσώτερος σκοπός για τις ενέργειές μας. Και μόνο σε μια
τέτοια παλλαϊκή οργάνωση μπορεί να πετύχει ο γενικός φρονηματισμός του λαού, το
χτύπημα της μοιρολατρίας, της αδιαφορίας, του ατομικισμού, της προδοσίας κάθε
μορφής. Γιατί όλοι πρέπει να καταλάβουμε πώς η προδοσία αρχίζει από την
αδιαφορία. Από την στιγμή που αποφεύγεις να οργανωθείς αρχίζεις κιόλας να
προδίνεις τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.»[12]
Έχει αλλάξει τίποτε σήμερα; Όχι βέβαια. Τα ίδια ακριβώς
ισχύουν για το σημερινό εθνικοαπελευθερωτικό καθήκον που έχουμε μπροστά μας.
Βέβαια, όπως και στην εποχή του Γληνού, έτσι και σήμερα υπάρχουν ορισμένοι που
θεωρούν όλα αυτά πολύ χρονοβόρα, δύσκολα έως ακατόρθωτα και τέλος ο λαός δεν
είναι έτοιμος για τέτοια. πάντων υπεράνω των δυνάμεών τους. Κι επειδή
μικροαστικός εκφυλισμός δεν τους αφήνει να παραδεχτούν ότι το καθήκον είναι
υπεράνω των δυνάμεών τους, σκαρφίζονται διάφορα για να κρύψουν ότι η αδιαφορία
ή η αποστροφή τους από την παλλαϊκή οργάνωση είναι το πρώτο καίριο σημάδι της
προδοσίας τους.
Δεν έχει καμιά σημασία πόσες δικαιολογίες θα εφεύρουν για
τον εαυτό τους. Δεν έχει σημασία πόσες ανόητες και αδιέξοδες δυναμικές
ενέργειες εμπνευστούν για να κρύψουν τον θρασύδειλο χαρακτήρα τους. Δεν έχει
σημασία πόσο επαναστάτες και αγωνιστές «κατά μόνας» θα το παίζουν. Τίποτε απ’
όλα αυτά δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι από την στιγμή που κάποιος
αρνείται, ή αποφεύγει να οργανωθεί αρχίζει κιόλας να προδίδει τον
εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, όπως πολύ εύστοχα έγραφε ο Γληνός.
Πολύ περισσότερο όταν συνομωτεί, δημιουργεί κλίκες, διακινεί
συκοφαντίες, δουλεύει για την πάρτη του, προσπαθεί να διχάσει, να διαλύσει, να
σπρώξει σε τυχοδιωκτικές λογικές και πρακτικές. Αν δεν είναι πράκτορας, τότε
είναι σίγουρο ότι θα γίνει πράκτορας ακόμη και χωρίς να το καταλάβει. Γι’ αυτό
και το κίνημα, η παλλαϊκή οργάνωση δυναμώνει όταν ξεκαθαρίζει τις γραμμές της
από κάθε τυχοδιωκτική λογική και πρακτική. Κι ο λόγος είναι απλός: «Χρέος
λοιπόν όλων των συνειδητών αγωνιστών είνε να φρονηματίζουν όλο το λαό γύρω
τους, να δυναμώνουν όσους λιγοψυχούν, να κεντρίζουν τους αδιάφορους, να χτυπούν
τους τομαρόφιλους, που είνε κιόλας μέσα στην προδοσία,» όπως έγραφε κι ο
Γληνός.
[1] Peter Lavrov, Historical Letters, Berkeley & Los
Angeles: University of California Press, 1967, σ. 171-181.
[2] Παρατίθενται
στο Κ. Μαρξ & Φρ. Ένγκελς, Η Συμμαχία και η Δ. Ε. Ε.. K. Marx & F. Engels,Collected Works, vol. 23, Moscow:
Progress Publishers, 1988, σ. 545-547.
[3] Ό. Π., σ. 549.
[4] Assassinations
and Socialism, From
a Speech by August Bebel, Delivered at Berlin, November 2, 1898, New York, σ. 8-9.
[5] Στο ίδιο, σ.
11.
[6] Κ. Μαρξ, Ο
Κομμουνισμός της Rheinisher Beobachter. K. Marx & F. Engels, Collected Works,
vol. 6, Moscow: Progress Publishers,
1976, σ. 231.
[7] ΚΟΜΕΠ, αριθμ.
φύλλου 1, Μάης 1942, σ. 33-34.
[8] Στο ίδιο, σ.
35.
[9] Στο ίδιο, σ.
35-36.
[10] ΚΟΜΕΠ, αριθμ.
φύλλου 2, Ιούνης 1942, σ. 43.
[11] Στο ίδιο, σ.
43-44.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου